Τρίτη 13 Απριλίου 2021

Η καθολική ψηφοφορία και η ψήφος των εκτός επικρατείας πολιτών, του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη

Η καθολική ψηφοφορία και η ψήφος των εκτός επικρατείας πολιτών

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*

*Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο του ομότιμου Καθηγητή Νομικής ΕΚΠΑ Κ. Μαυριά. 

       I.        Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Η προσφάτως συντελεσθείσα αναθεώρηση του Συντάγματος από την Θ΄Αναθεωρητική Βουλή επιχειρεί να αντιμετωπίσει αρκετά επί μέρους ζητήματα, ένα τουλάχιστον των οποίων καθάπτεται του σκληρού πυρήνα της θεμελιώδους για το πολίτευμά μας δημοκρατικής αρχής. Συγκεκριμένα ετέθη εκ νέου το ζήτημα της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου από τους ευρισκόμενους εκτός επικρατείας Έλληνες πολίτες. Η σχετική συζήτηση απέκτησε πρόσθετο ενδιαφέρον δεδομένου ότι η νέα διάταξη ενετάχθη στο άρθρο 54 Συντ. καθώς η εννοιολογικά ενδεδειγμένη προς αυτό διάταξη του άρθρου 51 Συντ. δεν συμπεριελαμβανόταν στις προς αναθεώρηση διατάξεις, τις οποίες υπέδειξε η προτείνουσα Βουλή.

Η ψήφος των εκτός Επικρατείας αποτελεί διαχρονικό αίτημα των απανταχού της γης Ελλήνων πολιτών. Συγχρόνως η υιοθέτηση του συνιστά στοιχειώδη θεσμική συμμόρφωση προς το περιεχόμενο της αρχής της καθολικότητας της ψήφου και της καθολικής ψηφοφορίας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 51 του Συντάγματος. Η θέσπιση πρόσφορης και σύμφωνα με το Σύνταγμα μεθόδου διασφαλίζει επίσης τη σύμπραξη όλων των εγγεγραμμένων κοινωνών της λαϊκής κυριαρχίας προκειμένου να εξασφαλίζεται επίσης ότι η πολιτική κυριαρχία βασίζεται στη δημοκρατία και όχι σε αυταρχικές αξίες ή στην αδιαφορία που δια της αποχής απονομιμοποιεί τη διεύθυνση και τη λειτουργία της Πολιτείας συνολικά.

Η διευκόλυνση της άσκησης της ψήφου των εκτός Επικρατείας στον τόπο κατοικίας τους μέσω εκτελεστικού νόμου του Συντάγματος αποτελεί συζήτηση η οποία κατά καιρούς ανατροφοδοτείται με αυξομειούμενο ενδιαφέρον.

Ανεξαρτήτως του αριθμού των συμμετασχόντων διαχρονικά στην εν λόγω συζήτηση το θέμα απασχόλησε ιδιαιτέρως την Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή. Καρπός των σχετικών διεργασιών αποτέλεσε η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 4 Συντ. 1975 κατά την οποία «νόμος δύναται να ορίζη τα της ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος υπό τους εκτός επικρατείας ευρισκόμενων εκλογέων».

Η συζήτηση επανελήφθη το 1983-1984 με τη θέσπιση του ν. 1427/1984 βάσει του οποίου οι εκτός επικρατείας Έλληνες πολίτες εψήφισαν σε εκλογικά τμήματα, που δημιουργήθηκαν στις χώρες που διέμεναν, προκειμένου να αναδειχθούν οι Έλληνες Ευρωβουλευτές. Ακολούθως η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 4 Συντ. απασχόλησε την Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή, η οποία εξάρτησε το ζήτημα από τη θέσπιση νόμου με την ψήφο των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών.

Το θέμα επικαιροποιήθηκε εκ νέου το 2009 με την κατάθεση νομοσχεδίου «άσκηση εκλογικού δικαιώματος κατά τις γενικές βουλευτικές εκλογές από τους Έλληνες εκλογείς που διαμένουν στο εξωτερικό». Η ανωτέρω νομοθετική πρωτοβουλία απέβη άκαρπη λόγω της προκήρυξης πρόωρων εκλογών. Το θέμα επανατέθηκε κατά την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος (φθινόπωρο 2019).

Το όλο ζήτημα έχει απασχολήσει επίσης το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.).[1] Στην συνοπτική οπωσδήποτε ανάπτυξη που ακολουθεί επιχειρείται να παρουσιασθεί η σχετική με την ψήφο των εκτός Επικρατείας πολιτών προβληματική.

     II.            Οι απόδημοι Έλληνες, οι ομογενείς και οι εκτός επικρατείας πολίτες

Οι εν γένει ευρισκόμενοι εκτός επικρατείας Έλληνες διακρίνονται σε μόνιμους μετανάστες, προσωρινώς μεταναστεύοντες, σε απόδημους και σε ομογενείς. Εξ αυτών, ο όρος απόδημος Ελληνισμός περιλαμβάνεται στο άρθρο 108 του ισχύοντος Συντάγματος, η παρ. 1 του οποίου ορίζει ότι «το κράτος μεριμνά για τη ζωή του απόδημου ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα. Επίσης μεριμνά για την παιδεία και την κοινωνική και επαγγελματική προαγωγή των Ελλήνων που εργάζονται έξω από την επικράτεια». Η Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή το 2001 πρόσθεσε στο άρθρο 108 την παρ. 2 σύμφωνα με την οποία «νόμος ορίζει τα σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία και τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου του απόδημου Ελληνισμού, που έχει ως αποστολή του την έκφραση όλων των δυνάμεων του απανταχού Ελληνισμού». Η Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή το 2008 προσπάθησε ανεπιτυχώς, να τροποποιήσει το άρθρο 108 ώστε ο όρος «απόδημος Ελληνισμός» να αντικατασταθεί από τον όρο «Ελληνισμός της διασποράς». Ο διακηρυχθείς σκοπός της αντικατάστασης αυτής ήταν να διασαφηνισθεί συνταγματικά ότι οι εν λόγω διατάξεις αφορούν στο σύνολο των Ελλήνων που ζουν εκτός των ορίων της Ελληνικής Επικράτειας με τρόπο ώστε να περιλαμβάνουν όχι μόνο τους μετανάστες και τους απογόνους τους, ανεξαρτήτων γενεάς, αλλά και όλους τους γηγενείς κατοίκους άλλων κρατών που είναι ελληνικής καταγωγής όπως αυτοί της Β. Ηπείρου, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου, της Τενέδου, της Κριμαίας και άλλων περιοχών της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω διαπιστώσεων ο ισχύων όρος «απόδημος Ελληνισμός» καλύπτει το σύνολο του ελληνισμού που διαβιεί σε άλλα κράτη.

Τη θέση αυτή ενισχύει η διάταξη του άρθρου 51 παρ. 2 Συντ. κατά την οποία «οι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος». Ο όρος Έθνος δεν περιλαμβάνει μόνο τους πρόγονους και τους απόγονους στη συγκεκριμένη περίπτωση των Ελλήνων. Περιλαμβάνει επίσης την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας του παρόντος καθώς και τους ελληνικής καταγωγής πολίτες άλλων κρατών, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί επιθυμούν να ανήκουν στην ελληνική εθνότητα. Πρόκειται για δύο διακριτές μεταξύ τους ομάδες. Στην πρώτη από αυτές περιλαμβάνονται οι γηγενείς πληθυσμοί, τα εδάφη των οποίων δεν περιλαμβάνονται στην ελληνική επικράτεια όπως είναι οι Ελληνοκύπριοι και οι κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου, η οποία ως διοικητικό έδαφος είναι Νότια Αλβανία. Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται οι απόγονοι Ελλήνων πολιτών τρίτης και τέταρτης γενεάς. Οι κυριότερες συγκεντρώσεις των εν λόγω πληθυσμιακών ομάδων  βρίσκονται στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νότιο Αφρική καθώς και σε άλλες χώρες του πλανήτη. Δεν είναι απαραίτητη για την ένταξη στο Ελληνικό Έθνος, η αναγνώριση, βάσει διεθνούς συνθήκης, εθνικής μειονότητας. Άλλωστε η έννοια της μειονότητας ακόμα δεν έχει την αρμόζουσα επεξεργασία ώστε να υπάρχει διεθνώς αποδεκτός ορισμός της.[2] Οι μειονότητες πριν να υπάρχουν ως νομική έννοια αποτέλεσαν αντικείμενο προγραμμάτων εθνικής ολοκλήρωσης, στοιχείο το οποίο συνετέλεσε πολλαπλώς στις πολεμικές αναμετρήσεις του παρελθόντος. Ήδη το 19ο αιώνα οι προς προστασία ομάδες διέθεταν θρησκευτικά αλλά και πολιτισμικά ή ακόμη και γλωσσικά χαρακτηριστικά, ικανά να διαμορφώσουν ξεχωριστή εθνοτική ταυτότητα. Αν και μετά το 1990 η συζήτηση για την προστασία των μειονοτήτων ανανεώθηκε, εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται περιγραφικά στοιχεία περί αυτών, τα οποία όμως συχνά δεν επαρκούν για να προσδώσουν καθοριστικό νόημα και περιεχόμενο σε νομικές δεσμεύσεις και υποχρεώσεις.[3] Ωστόσο και παρά την ανωτέρω δυσχέρεια είναι αποδεκτό ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαθέτει μικρός αριθμός προσώπων ώστε να ξεχωρίζει από την πλειοψηφία του πληθυσμού Πολιτείας, είναι θρησκευτικά, εθνοτικά και γνωστικά. Σε κάθε περίπτωση, τα μέλη της μειονότητας απαιτείται να είναι πολίτες του κράτους στην επικράτεια του οποίου ζουν.[4]

Εν όψει των ανωτέρω κατέστη, ελπίζω, σαφές, ότι οι ελληνικής καταγωγής πληθυσμοί άλλων κρατών συναποτελούν μαζί με τους Έλληνες πολίτες το ελληνικό έθνος. Το σύνολο των εκτός Ελλάδος Ελλήνων, είτε διατηρούν την ελληνική ιθαγένεια είτε όχι χαρακτηρίζονται στο άρθρο 108 Συντ. ως απόδημοι Έλληνες. Η διατύπωση αυτή δεν είναι άμοιρη προβλημάτων, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ότι η αναθεωρηθείσα διάταξη του άρθρου 54 Συντ. στην προστεθείσα παρ. 4 υιοθετεί τον όρο «απόδημοι Έλληνες» με τρόπο ώστε το εννοιολογικό περιεχόμενό του να ταυτίζεται με τους εκτός επικρατείας ευρισκόμενους Έλληνες πολίτες. Συγκεκριμένα η νέα διάταξη του άρθρου 54 παρ. 4 ορίζει ότι «με το νόμο της παρ. 4 του άρθρου 51 μπορεί να τίθενται προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής τους από τους εκλογείς που κατοικούν έξω από την επικράτεια, όπως πραγματικός δεσμός με τη Χώρα, αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικό τμήμα, χρόνος απουσίας από τη χώρα ή παρουσία στη Χώρα για ορισμένο διάστημα στο παρελθόν. Με το νόμο του προηγουμένου εδαφίου μπορεί να ορίζεται ότι ορισμένες θέσεις του ψηφοδελτίου Επικρατείας κάθε κόμματος της παρ. 3 του παρόντος άρθρου καταλαμβάνονται υποχρεωτικά από απόδημους Έλληνες. Νόμος μπορεί να προβλέπει ότι η ψήφος των εκλογέων που ψηφίζουν σε εκλογικά τμήματα έξω από την Επικράτεια, δεν προσμετράται σε συγκεκριμένη εκλογική περιφέρεια αλλά μόνο σε επίπεδο Επικράτειας. Με το νόμο της παρ. 1 του παρόντος άρθρου μπορεί να ορίζονται μία ή περισσότερες εκλογικές περιφέρειες απόδημου Ελληνισμού, κατά παρέκκλιση της παρ. 2 του παρόντος άρθρου». Το εν λόγω άρθρο περιλαμβάνει στη διάταξη του εδ. α΄ τον όρο «εκλογείς που κατοικούν έξω από την Επικράτεια»,  στη διάταξη του εδ. β΄ τον όρο «απόδημοι Έλληνες», στη διάταξη του εδ. γ΄ τον όρο «εκλογείς που ψηφίζουν έξω από την Επικράτεια» και στο εδ. δ΄ τον όρο «απόδημος Ελληνισμός». Οι όροι χρησιμοποιούνται εναλλακτικά ώστε καθίστανται συνώνυμοι. Με τον τρόπο αυτό ο όρος «απόδημοι Έλληνες» συμπίπτει ή ακόμα περισσότερο, ταυτίζεται με τον όρο «εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια», ο οποίος περιλαμβάνεται στο άρθρο 51 παρ. 4 εδ. δ΄ του ισχύοντος Συντάγματος. Ωστόσο ο όρος «απόδημος Ελληνισμός» του άρθρου 108 Συντ. εξακολουθεί να νοηματοδοτεί το σύνολο των Ελλήνων του εξωτερικού, τόσο τους διατηρούντες την ελληνική ιθαγένεια όσο και τους ομογενείς, δηλαδή τους γηγενείς πληθυσμούς που κατοικούν σε εδάφη άλλων κρατών, καθώς και τους ελληνικής καταγωγής πληθυσμούς, οι οποίοι ως απόγονοι τρίτης ή και τέταρτης γενεάς γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εκτός της επικράτειας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο προταθείς και μη υιοθετηθείς κατά τη διάρκεια της Η΄ Αναθεωρητικής Βουλής όρος «Ελληνισμός της διασποράς» είναι πιο δόκιμος για να αποδώσει το σύνολο των Ελλήνων της αλλοδαπής, πολιτών και ομογενών. Σήμερα ο όρος απόδημος Ελληνισμός αποδίδει κυρίως τους Έλληνες πολίτες. Εξάλλου εκτός των συνταγματικών διατάξεων, που είναι απλώς διακηρυκτικές, για τη ρύθμιση των ζητημάτων των ομογενών αναγκαίες είναι ιδίως οι διακρατικές συμφωνίες και οι κανόνες του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου που κατοχυρώνουν την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

  III.        Η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας

Το εδώ ερευνώμενο θέμα συνδέεται δογματικώς με την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας. Προς τούτο αξίζει να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας τη θεσμική διαδρομή της καθολικής ψηφοφορίας.

Ήδη με την έναρξη των εχθροπραξιών κατά την πρώτη φάση της εθνεγερσίας διαμορφώθηκαν τα λεγόμενα τοπικά πολιτεύματα,[5] τα οποία ακολούθως καταργήθηκαν από τα Συντάγματα της Α΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, ήτοι του Συντάγματος της Επιδαύρου (1822), του Άστρους (1823), και της Τροιζήνας (1827) καθώς η πολιτική επιρροή των προκρίτων μετριάσθηκε.[6]

Το αξιοπρόσεκτο στα τοπικά πολιτεύματα είναι ότι τα μέλη των περισσοτέρων δεν εξελέγησαν[7] αλλά είτε υποδείχθηκαν από τους δημογέροντες είτε συμμετείχαν υπό την ιδιότητα του οπλαρχηγού. Αντίστοιχη πρακτική καθώς δεν διεξήχθησαν εκλογές εφαρμόσθηκε επίσης για τη συγκρότηση της Α΄ Εθνικής Συνέλευσης, η οποία συνήλθε στην Επίδαυρο την 20η Δεκεμβρίου 1821.

Αντιθέτως, στις δύο μεταγενέστερες Εθνοσυνελεύσεις του Άστρους (1822) και της Τροιζήνας (1827) οι βουλευτές εξελέγησαν σύμφωνα με τον εν τω μεταξύ θεσπισθέντα εκλογικό νόμο,[8] ο οποίος καθιέρωνε την καθολική ψηφοφορία, διατηρούσε όμως την έμμεση εκλογή αυτών.[9]

Αντίστοιχες ρυθμίσεις κατά τις οποίες καθιερώθηκαν εκ νέου η καθολική ψηφοφορία και η έμμεση εκλογή των βουλευτών, περιέλαβε και ο εκλογικός νόμος της 4/26 Μαρτίου 1829.[10] Η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια προκάλεσε πολιτική αναρχία και, το εν τω μεταξύ, θεσπισθέν, Σύνταγμα του 1832 δεν εφαρμόσθηκε. Το αξιοσημείωτο είναι ότι οι διατάξεις του εν λόγω Συντάγματος καθιέρωσαν την αρχή της έμμεσης ψηφοφορίας καθώς και την περιορισμένη ψήφο.[11]

Οι βουλευτές που μετείχαν στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της 8ης Νοεμβρίου 1843 αναδείχθηκαν με καθολική ψηφοφορία και έμμεση εκλογή. Η Α΄ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση εθέσπισε το Σύνταγμα του 1844 και συγχρόνως τον υπό την αυτή ημερομηνία -18 Μαρτίου 1844- εκλογικό νόμο[12] που ίσχυσαν μέχρι την έξωση της δυναστείας των Βίττελβαχ. Τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας αλλά και η για πρώτη φορά θεσπισθείσα αρχή της άμεσης ψηφοφορίας.[13] Συγκεκριμένα το άρθρο 5 του εκλογικού νόμου όριζε ότι το δικαίωμα της ψήφου ανήκε σε όλους τους Έλληνες που συμπλήρωναν το 25ο έτος και είχαν ιδιοκτησία ή εξασκούσαν οποιοδήποτε επάγγελμα ή ανεξάρτητο επιτήδευμα. Η ανωτέρω διάταξη καθιέρωνε κατ’ ουσίαν την καθολική ψηφοφορία καθώς απέκλειε του εκλογικού σώματος τους οικόσιτους υπηρέτες και τους μαθητευόμενους τεχνίτες.[14]

Η Β΄ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευση ανήλθε στην Αθήνα την 10η Δεκεμβρίου 1862 και εθέσπισε το Σύνταγμα του 1864, το άρθρο 66[15] του οποίου κατοχύρωσε για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας.[16] Οι εκλογές για την ανάδειξη της Β΄ Εθνοσυνέλευσης διεξήχθησαν με τον εκλογικό νόμο της 18ης Μαρτίου 1844, όπως αυτός τροποποιήθηκε ώστε να ψηφίσουν και οι Έλληνες που ήταν εγκατεστημένοι στο εξωτερικό.[17] Ο νόμος «περί εκλογής βουλευτών» της 19/21 Νοεμβρίου 1864 όρισε το 21ο αντί του 25ου έτους, ως το όριο της εκλογικής ενηλικότητας. Προσέτι το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου διευκρίνισε ότι οι εφεξής μαθητευόμενοι τεχνίτες και οι οικόσιτοι υπηρέτες διέθεταν το δικαίωμα της ψήφου. Εκτός εκλογικού σώματος παρέμεναν ελάχιστοι, οι οποίοι δεν ασκούσαν επάγγελμα και δεν είχαν περιουσία, κινητή και ή ακίνητη.[18]   

Το ανωτέρω θέμα επέλυσε[19] ο επόμενος εκλογικός νόμος ΧΜΗ΄ του 1877, του οποίου το άρθρο 4 παρ. 1 όριζε ότι «το δικαίωμα του ψηφοφορείν εν εκάστη εκλογική περιφέρεια ανήκει εις πάντα δημότην εντός των δήμων της περιφέρειας συμπληρώσαντα το 21ον έτος της ηλικίας του», ρύθμιση η οποία ίσχυσε επί μακρόν.

Το εκλογικό δικαίωμα διευρύνθηκε περαιτέρω με το ν. 2159/1952 δυνάμει του οποίου οι Ελληνίδες απέκτησαν το δικαίωμα της ψήφου. Κατά την τρέχουσα περίοδο, της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας μειώθηκε το όριο της εκλογικής ενηλικότητας, ώστε οι πολίτες αποκτούν το δικαίωμα της ψήφου στα 17 έτη.[20]

Η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας κατοχυρώνεται στη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. α΄ καθώς και του άρθρου 102 παρ. 2 εδ. β΄ του ισχύοντος Συντάγματος. Η πρώτη από αυτές ορίζει ότι «οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει». Μολονότι οι κατοχυρώνουσες το δημοψήφισμα διατάξεις του άρθρου 44 παρ. 2 Συντ. δεν ορίζουν σχετικά, είναι δογματικώς βέβαιο ότι η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας ισχύει και επί του δημοψηφίσματος, παραδοχή την οποία υιοθέτησε άλλωστε ο κοινός νομοθέτης.[21] Μολονότι ο εκτελεστικός του δημοψηφίσματος νόμος 4023/2011 τιτλοφορείται ως «Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με τη διενέργεια δημοψηφίσματος», δημιούργησε δια των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 αντίφαση καθώς περιόριζε τα μέλη του εκλογικού σώματος στους ευρισκόμενους εντός της ελληνικής επικράτειας, θέμα το οποίο αντιμετωπίστηκε επιτυχώς.[22]

 Δογματικώς η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας είναι απολύτως συνυφασμένη με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας του άρθρου 1 του ισχύοντος Συντάγματος. Η συνύφανση αυτή σηματοδοτεί το εννοιολογικό περιεχόμενο της με τρόπο ώστε η ψήφος να ανήκει σε όλους τους πολίτες «μη απαιτουμένου, δια την κτήσιν της και την άσκησίν της οποιουδήποτε άλλου προσόντος πλην του της ενηλικότητος».[23]

 Σήμερα δεν αμφισβητείται ότι η καθολική ψήφος αρχικά των ανδρών και ακολούθως των γυναικών, αποτελεί το βασικό κριτήριο για τη μετάβαση από το αντιπροσωπευτικό σύστημα στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία.[24]

Η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας καταλαμβάνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων του εκλογικού σώματος, ήτοι την εκλογή των βουλευτών, την ανάδειξη των αρχών των οργανισμών πρώτου και δευτέρου βαθμού τοπικής αυτοδιοίκησης, τη διενέργεια δημοψηφίσματος καθώς και την εκλογή των Ελλήνων βουλευτών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας αναλύεται σε τρεις βασικές εννοιολογικές στιγμές. Η πρώτη από αυτές ανάγεται στην ένταξη όλων των ενηλίκων πολιτών στο εκλογικό σώμα χωρίς να απαιτείται η συνδρομή άλλων φυσικών ή επίκτητων ιδιοτήτων. Η δεύτερη είναι η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του εκλογικού σώματος και η τρίτη στην δίχως εξαιρέσεις αναγνώριση της ικανότητας προς άσκηση του εκλογικού σώματος της ψήφου με την χωρίς προσκόμματα εγγραφή στους εκλογικούς καταλόγους.[25]

Εν όψει της ανωτέρω συνοπτικής, οπωσδήποτε, παρουσίασης καθίσταται, νομίζω, σαφής η ερμηνευτική προσέγγιση ότι το άρθρο 51 παρ. 4 εδ. β΄ έχει δεσμευτικό και όχι προγραμματικό χαρακτήρα.[26] Υπό την ανωτέρω εκδοχή η διάταξη του εν λόγω άρθρου πριν την Αναθεώρηση του 2001 «νόμος δύναται να ορίζη τα της ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος υπό των εκτός Επικρατείας ευρισκόμενων εκλογέων» χρειαζόταν απλώς τη θέσπιση τυπικού νόμου, ο οποίος λειτουργώντας συμπληρωματικά θα επέτρεπε τη συμμετοχή των Ελλήνων εκλογέων που διαμένουν στην αλλοδαπή.

Ατυχώς η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 51 παρ. 4 εδ. β΄ τροποποιήθηκε στη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή με τρόπο ώστε να δυσχεραίνεται η θέσπιση του τυπικού νόμου, καθώς προστέθηκε ως αριθμητική προϋπόθεση η ειδική αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών, αριθμός ο οποίος προβλέπεται μόνο για την αντικατάσταση του υφισταμένου και την άμεση ισχύ του νέου εκλογικού συστήματος (άρθρο 54 παρ. 1 Συντ.). Η ρύθμιση αυτή δημιουργεί αντινομία εντός του Συντάγματος καθώς για το οιοδήποτε άλλο θέμα που σχετίζεται με το δικαίωμα της ψήφου απαιτείται η συνήθης πλειοψηφία, ώστε να δημιουργείται ζήτημα άνισης μεταχείρισης μεταξύ των εκλογέων του εξωτερικού και των εκλογέων που διαμένουν στην ημεδαπή. Ζήτημα άνισης μεταχείρισης τίθεται εξ άλλου μεταξύ των εκλογέων οι οποίοι διαμένουν στην αλλοδαπή και των εκλογέων οι οποίοι διαμένουν μεν στην ημεδαπή αλλά διαβιούν σε άλλο από αυτόν, στους εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένοι και οι οποίοι ψηφοφορούν ως ετεροδημότες, δηλαδή διευκολύνονται να ψηφίσουν στον τόπο διαμονής τους και εργασίας τους από την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία.

Εξ άλλου πολλαπλώς προβληματική παρουσιάζεται η νέα διάταξη η οποία προσετέθη ως παράγραφος 4 στο άρθρο 54 Συντ., ιδίως το εδ. α΄ αυτής. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη «με το νόμο της παρ. 4 του άρθρου 51 μπορεί να τίθενται προϋποθέσεις στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος στον τόπο διαμονής τους από τους εκλογείς που κατοικούν έξω από την Επικράτεια, όπως πραγματικός δεσμός με τη Χώρα, αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικό τμήμα, χρόνος απουσίας από τη Χώρα ή παρουσία στη Χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν».    

Κατ’ αρχάς είναι δογματικώς αμφίβολο αν απλή Αναθεωρητική Βουλή είναι σε θέση να επιβάλλει περιορισμούς στον Κυρίαρχο Λαό, όταν αυτός με τη μορφή του εκλογικού σώματος ασκεί τις προβλεπόμενες αρμοδιότητές του ως αμέσου κρατικού οργάνου. Υπό την ανωτέρω εκδοχή τίθεται εν αμφιβόλω αν η Θ΄ Αναθεωρητική Βουλή σεβάσθηκε τα όρια της Αναθεώρησης του Συντάγματος.[27]

Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε[28] τίθεται ζήτημα σεβασμού των διαπιστωτικών ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 110 παρ. 2 Συντ. γιατί αναθεωρείται το περιεχόμενο των διατάξεων του άρθρου 51 παρ. 3 και 4 περί των οποίων η προτείνουσα Βουλή δεν είχε αποφασίσει την ανάγκη αναθεώρησης τους. Αφετέρου τίθεται ζήτημα σεβασμού των ουσιαστικών ορίων που θέτει η διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1 Συντ. καθώς οι αρχές της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας που διέπουν την ψήφο καθάπτονται της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία ως καθορίζουσα τη βάση του πολιτεύματος ως δημοκρατίας δεν υπόκειται σε αναθεώρηση.[29]

Η νέα διάταξη του άρθρου 54 παρ. 4 προβλέπει την δια νόμου θέσπιση -έστω δυνητικά- προϋποθέσεων για την άσκηση του δικαιώματος της ψήφου από τους απόδημους Έλληνες πολίτες. Συγκεκριμένα προβλέπονται ως προϋποθέσεις ο «πραγματικός δεσμός με τη Χώρα», «η αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικό τμήμα», «ο χρόνος απουσίας από τη Χώρα», ή «η παρουσία στη Χώρα για ορισμένο χρόνο στο παρελθόν».

Ως προς τις προϋποθέσεις αυτές παρατηρητέα τα εξής: Ποιο στοιχείο συμπεριφοράς και ποια πράξη μπορεί να πιστοποιήσει καλλίτερα τον «πραγματικό δεσμό» από το ενδιαφέρον για την ενεργό σύμπραξη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του εκλογικού σώματος και το συνεπαγόμενο ενδιαφέρον για το είδος της διακυβέρνησης και τον τρόπο αντιμετώπισης των προβλημάτων.

Γιατί οπωσδήποτε «αυτοπρόσωπη παρουσία» και όχι μεγαλύτερο περιθώριο για την υιοθέτηση άλλου συστήματος όπως η επιστολική ψήφος που είναι ενδεχομένως πιο πρόσφορο ιδίως για τους Έλληνες εκλογείς που διαβιούν σε απόμακρες περιοχές του πλανήτη ή αποτελούν ασήμαντη αριθμητικά ομάδα στο μέρος που ζουν.

Από πότε ο δεσμός με τη χώρα βασίζεται, όχι στην αίσθηση του συνανήκειν αλλά στο έδαφος που κατοικεί κάποιος.

Πέραν των ανωτέρω διαπιστώσεων αξίζει  να ανακαλούμε διαρκώς στη μνήμη μας ότι το Σύνταγμα απαριθμεί τρεις και μόνο δυνατές βάσεις περιορισμού του εκλογικού δικαιώματος των Ελλήνων πολιτών. Οι περιπτώσεις αυτές είναι α) η μη συμπλήρωση κατώτατου ορίου ηλικίας, β) η ανικανότητα δικαιοπραξίας και γ) η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα. Οι περαιτέρω διαφοροποιήσεις ή προσθήκες εγείρουν σοβαρά ερωτήματα ως προς τη συμβατότητα τους με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 3 εδ. β΄ του ισχύοντος Συντάγματος. Οι αποκληθείσες ως προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος της ψήφου πρόκειται να λειτουργήσουν περιοριστικά και όχι διευκολυντικά.

  VI.           Ο ν. 4648/2019

Η διαφαινόμενη αντινομία μεταξύ του άρθρου 51 παρ. 3 και της προσθήκης του άρθρου 54 παρ. 4 Συντ. ενδεχομένως να μπορούσε να αρθεί δια του εκτελεστικού νόμου. Παρά την προσδοκία αυτή ο ν. 4648/2019 «Διευκόλυνση άσκησης εκλογικού δικαιώματος εκλογέων που βρίσκονται εκτός Ελληνικής Επικράτειας και τροποποίηση εκλογικής διαδικασίας» περιλαμβάνει ρυθμίσεις, οι κυριότερες των οποίων έχουν ως εξής: Οι εκλογές ασκούν το δικαίωμα της ψήφου με αυτοπρόσωπη παρουσία σε εκλογικά τμήματα που θα συσταθούν σε πρεσβείες προξενεία και χώρους οργανώσεως των αποδήμων. Για να δημιουργηθεί εκλογικό τμήμα απαιτείται ο ελάχιστος αριθμός των σαράντα (40) εκλογέων. Οι εκλογείς του εξωτερικού εγγράφονται στα εκλογικά τμήματα, υπό την προϋπόθεση ότι είναι ήδη εγγεγραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο δήμου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Οι εν λόγω εκλογείς πρόκειται να επιλέγουν το ψηφοδέλτιο επικρατείας του πολιτικού κόμματος που επιθυμούν. Λόγω της ρύθμισης αυτής εφεξής οι συνδυασμοί των υποψηφίων βουλευτών Επικρατείας αποτυπώνονται σε ψηφοδέλτια τα οποία θα διανέμονται στους εκτός Επικρατείας εκλογείς προκειμένου αυτοί ακολούθως να επιλέξουν. Επίσης ο αριθμός των βουλευτών Επικρατείας προβλέπεται να αυξηθεί από δώδεκα (12) σε δεκαπέντε (15). Δικαίωμα εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους εξωτερικού έχουν οι εκλογείς που πληρούν σωρευτικά δύο πρόσθετες προϋποθέσεις, α) τα τελευταία τριάντα πέντε (35) χρόνια να έχουν ζήσει δύο (2) έτη στην Ελλάδα και, β) να έχουν υποβάλλει φορολογική δήλωση[30] είτε το τρέχον είτε το προηγούμενο φορολογικό έτος. Δεν απαιτείται η φορολογική δήλωση αν ο εκλογέας  δεν έχει συμπληρώσει το 30ο έτος και έχει υποβάλλει φορολογική δήλωση συγγενής πρώτου βαθμού.

Στα αξιοπρόσεκτα στοιχεία των διατάξεων του ν. 4648/2019 συγκαταλέγεται ότι οι ανωτέρω προϋποθέσεις, κατ’ ουσίαν είναι περιορισμοί, οι οποίοι όμως είναι δυνατό να αγνοηθούν από κάθε ενδιαφερόμενο εκλογέα κάτοικο εξωτερικού, ο οποίος θα προσέλθει να ψηφοφορήσει στο εκλογικό τμήμα του δήμου σε εκλογικό κατάλογο του οποίου είμαι εγγεγραμμένος. Επίσης η απαίτηση παρουσίας στην Ελλάδα κατ’ ελάχιστο χρόνο είναι διάταξη, η οποία δημιουργεί εμφανώς ζήτημα με συστάδα ελευθεριών, ιδίως με όσες σχετίζονται με την οικονομική ελευθερία και την ελευθερία κίνησης. Επιπλέον θέτει εν αμφιβόλω το δικαίωμα της ψήφου των Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι γεννήθηκαν και διαμένουν έκτοτε στην αλλοδαπή και, ενεγράφησαν στο οικείο ελληνικό δημοτολόγιο από τους γονείς τους που άσκησαν νόμιμο δικαίωμά τους. Αν και οι γεννηθέντες στην αλλοδαπή είναι Έλληνες πολίτες με την εγγραφή τους σε δημοτολόγιο, με τις διατάξεις του ν. 4648/2019 μπορούν να ψηφίσουν μόνο προσερχόμενοι στην Ελλάδα, αλλά δεν μπορούν ως εκλογείς που διαμένουν μονίμως στην αλλοδαπή να ψηφίσουν στον τόπο διαμονής τους. Εξίσου προβληματική είναι η σύνδεση της άσκησης του δικαιώματος της ψήφου με οικονομική δραστηριότητα, ρύθμιση η οποία δημιουργεί ζήτημα διττώς. Αφενός ουδέποτε στην ελληνική συνταγματική ιστορία του δημοκρατικού πολιτεύματος η ψήφος συνδέθηκε με περιουσία. Αφετέρου το ζήτημα παύει να υφίσταται αν ο ενδιαφερόμενος εκλογέας προσέλθει να ψηφοφορήσει στο εκλογικό τμήμα του δήμου στο δημοτολόγιο του οποίου είναι εγγεγραμμένος. Την ίδια στιγμή είναι δυνατό να τεθεί θέμα άνισης μεταχείρισης, καθώς μερίδα του εκλογικού σώματος, όσο ασήμαντη και αν είναι αριθμητικά, ψηφοφορεί δυνάμει της φορολογικής σχέσης που έχει με την Ελλάδα ενώ αυτό δεν απαιτείται από τους άλλους εκλογείς. Η οικονομική σχέση με την Ελληνική Δημοκρατία ως σκέψη δεν στερείται ενδιαφέροντος, υπό την προϋπόθεση ότι η ψήφος αποδίδεται σε ομογενείς, δηλαδή Έλληνες της διασποράς, οι οποίοι, ως απόγονοι Ελλήνων πολιτών, δεν διαθέτουν την Ελληνική ιθαγένεια και, προκειμένου να την αποκτήσουν θα έπρεπε να πιστοποιήσουν πραγματικό δεσμό με τη Χώρα.

    V.             Επίμετρο

Ο ν. 4648/2019 παρουσιάζεται ως προϊόν διακομματικής συναίνεσης, με σκοπό τη διευκόλυνση των εκτός Επικρατείας εκλογέων να ψηφίσουν. Παρά τα σημαντικά ζητήματα που αναφύονται τόσο λόγω των επιλογών της Θ΄ Αναθεωρητικής Βουλής όσο και λόγω των επιλογών του κοινού νομοθέτη, ο ν. 4648/2019 θα εφαρμοσθεί  στην επόμενη εκλογική διαδικασία ανάδειξης των βουλευτών. Εξ αυτού του λόγου και μόνο είναι ιστορική κατάκτηση, καθώς οι αμέσως προηγούμενες βουλευτικές εκλογές, στις οποίες εψήφισαν εκλογείς του εξωτερικού ήταν το 1862 για την ανάδειξη της Β΄ Εθνικής Συνέλευσης. Η χρονική απόσταση δεν τιμά τους αρμόδιους που μεσολάβησαν μεταξύ των χρονικών σημείων. Προφανώς πρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα από την εφαρμογή του εν λόγω νόμου. Συγχρόνως οι διατάξεις του, αφού υποστούν τη θεωρητική προσέγγιση και ερμηνεία αλλά και το δικαστικό έλεγχο, σκόπιμο είναι να αποτελέσουν το έναυσμα για την υιοθέτηση του συστήματος της επιστολικής ψήφου, που θα επιτρέψει σε περισσότερους Έλληνες πολίτες που διαμένουν στην αλλοδαπή να ψηφίσουν.

*Ο κ. Άλκης Δερβιτσιώτης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δ.Π. Θράκης.

 



[1] Βλ. υπ’ αριθμ. 42202/2007 (Α΄ Τμήμα) Σιταρόπουλος και λοιποί κατά Ελλάδος της 8ης Ιουλίου 2010 σε ΤοΣ 3/2010 σ. 658 κ.ε. Οι αιτούντες ισχυρίστηκαν παραβίαση του δικαιώματος που τους εγγυάται το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Η απουσία νομοθετικής υλοποίησης της πρόβλεψης της παραγράφου 4 του άρθρου 51 του Συντάγματος για μία περίοδο μεγαλύτερη των τριών δεκαετιών, σε συνδυασμό με την εξέλιξη του δικαίου των συμβαλλόμενων κρατών, είναι στοιχείο επαρκές για να προκαλέσει την ευθύνη του διάδικου κράτους υπό την οπτική του άρθρου 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Η απουσία αποτελεσματικών μέτρων με στόχο την εγγύηση στους προσφεύγοντες της δυνατότητας να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα στις εθνικές εκλογές, εκ του τόπου κατοικίας τους στο εξωτερικό, προσέβαλλε το δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές. Βλ. επίσης τις παρατηρήσεις της Στ. Βρύνα, σ. 674-684.

[2] Βλ. Κρ. Ιωάννου, Από τα δικαιώματα των μειονοτήτων στα δικαιώματα των λαών: η φαινομενολογία των εθνικισμών στο σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο, στο συλλογικό έργο, Τα Δικαιώματα των λαών και των μειονοτήτων. Μία προβληματική σε εξέλιξη, επιμ. Στ. Περράκη, 1993, σ. 29 όπου σημειώνει ότι η έννοια της μειονότητας δεν είναι σαφής.

[3] Βλ. Α. Δερβιτσιώτη, Οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Προβλήματα και προοπτικές με αφορμή την απόφαση 4/2005 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, 2007, σ. 141.

[4] Βλ. τη διεξοδική ανάλυση του Γ. Διακοφωτάκη, Περί μειονοτήτων κατά το Διεθνές Δίκαιο, 2001, σελ. 115-117. Απολύτως χρήσιμη είναι η προσέγγιση του Ε. Ρούκουνα, Διεθνής Προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, 1995, σ. 294 κ.ε. Βλ. επίσης Στ. Περράκη, Προβληματισμοί για το σύγχρονο νομικό καθεστώς των μειονοτήτων υπό το φως και της Σύμβασης-πλαίσιο για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων. Η μετεξέλιξη του δικαιϊκού πλαισίου, σε επιμ. Α. Μπρεδήμα-Λ. Α. Σισιλιάνου, Η προστασία των μειονοτήτων. Η Σύμβαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης, 1997, σελ. 57-73.

[5] Τα τοπικά πολιτεύματα ήταν α) η Μεσσηνιακή Γερουσία, β) η «πράξη» της συνέλευσης της Μονής των Καλτεζών, γ) ο Γενικός Οργανισμός της Πελοποννήσου, πρόδρομη μορφή του Οργανισμού της Πελοποννησιακής Γερουσίας, δ) ο Οργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Ελλάδος, ε) η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, στ) το Στρατοπολιτικό Σύστημα της Σάμου, ζ) το Προσωρινό Πολίτευμα της Κρήτης. Περί αυτών βλ. Α. Μάνεση, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, φωτοτυπημένη επανέκδοση 1980, σ. 154 και 155, Ν. Πανταζόπουλου, Ιστορία Ελληνικού Δικαίου, τευχ. Β΄, αχρονολόγητο, σ. 128, Γ. Νάκου, Το πολιτειακόν καθεστώς της Ελλάδος επί Όθωνος μέχρι του Συντάγματος του 1844, 1974, σ. 34 κ.ε., Χ. Φραγκίστα, Αι βάσεις των Πολιτευμάτων του Αγώνος, σε «Αφιέρωμα εις τα 150 χρόνια από της επαναστάσεως του 1821» της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, 1971, σ. 29 κ.ε., Γ. Ασπρέα, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 2η έκδοση, 1932, σ. 21-23, Π. Πετρίδη, Νεοελληνική Πολιτική Ιστορία 1828-1843, τομ. Α΄, τευχ. 1, 4η έκδοση, 1985, σ. 21, Α. Σβώλου, Η συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος, 1972, σ. 19 και 20.

[6] Τα τοπικά πολιτεύματα ήταν έργο όχι μόνο του ενθουσιασμού των επαναστατημένων αλλά κυρίως της θέλησης των ισχυρών τοπικών παραγόντων. Επρόκειτο για ποικίλης προέλευσης πρόσωπα τα οποία μετείχαν ως κατώτατα στελέχη της οθωμανικής διοίκησης. Ορισμένοι από αυτούς ήταν μέλη βυζαντινών φεουδαρχικών οικογενειών που επέζησαν της οθωμανικής πλημμυρίδας, άλλοι ήταν ενοικιαστές εκτάσεων με σκοπό να αποδώσουν την πρόοδο και να καρπωθούν το πλεόνασμα. Διαχειρίζονταν την κοινοτική περιουσία, συνομολογούσαν δάνεια, εισέπρατταν τους φόρους. Βλ. περί αυτών Ν. Μοσχοβάκη, Το εν Ελλάδι Δημόσιον Δίκαιον επί Τουρκοκρατίας, 1882, φωτογραφική ανατύπωση 1973, σ. 91-93.

[7] Βλ. Κ. Γεωργόπουλου, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα. Συμβολή εις την Ιστορίαν του Ελληνικού Συνταγματικού Δικαίου, Αθήναι 1965, σε (του ιδίου) Μελέται Συνταγματικού Δικαίου, σ. 107-142, εδώ σ. 111, Γ. Δασκαλάκη, Ελληνική Συνταγματική Ιστορία, 1821-1935, έκδοση 3η επηυξημένη και βελτιωμένη, 1951, σελ. 24. Βλ. επίσης Α. Δερβιτισιώτη, Η έννοια της Κυβέρνησης, 2019, σ. 190.

[8] Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 115 για την Εθνοσυνέλευση του Άστρους και σ. 119 για την Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας.

[9] Επρόκειτο για τον υπ. αριθμ. 17 νόμο, ο οποίος εγκωμιάσθηκε για την καθολικότητά της ψήφου από τον Αδ. Κοραή, Σημειώσεις εις το Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος του 1822, 1933, σ. 41.

[10] Βλ. Κ. Γεωργόπουλου, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 121. Βλ. επίσης Γ. Ρωμαίου Η περιπέτεια του Κοινοβουλευτισμού στην Ελλάδα, τομ. Α΄ 1844-1915, 2011, σ. 94, όπου σημειώνει ότι στο Πανελλήνιο πλειοψηφία είχε η αντιπολίτευση, η οποία πρότεινε οι εκλογείς και οι εκλόγιμοι να είναι αυτόχθονες και κτηματίες. Αντιθέτως ο Καποδίστριας υποστήριζε ότι τα δικαιώματα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι έπρεπε να δοθούν σε όλους, αυτόχθονες και ετερόχθονες, κτηματίες και ακτήμονες. Η αντιπολίτευση επικαλέστηκε την εφαρμογή του Συντάγματος και τα στελέχη της αυτοονομάσθηκαν «Συνταγματικοί» για να προσελκύσουν τη σύμπραξη του Κοραή και άλλων που ανιδιοτελώς ενδιαφέρονταν για συνταγματικές ελευθερίες.

[11] Βλ. Κ. Μαυρία-Α. Παντελή, Συνταγματικά Κείμενα. Ελληνικά και Ξένα, 2η έκδοση 1990, σ. 56-83 όπου το «Ηγεμονικό» Σύνταγμα του 1832, ιδίως βλ. σ. 62-63 όπου τα άρθρα 71-74, τα οποία όριζαν τα εξής: 71 – Ο λαός εκλέγει τους αντιπροσώπους του δι’ εμμέσου ή δι’ ετεροβαθμίου εκλογής· τουτέστιν οι έχοντες δικαιώματα εκλογέως πολίται, συναζόμενοι κατά κοινότητας, εκλέγουσι δεύτερους εκλογείς, ούτοι δε συνερχόμενοι κατ’ επαρχίας εκλέγουσι τους αντιπροσώπους.

72 – Οι εις κατά κοινότητας πρωτοσυνάξεις συνερχόμενοι πολίται και έχοντες ψήφον εκλογέως είναι οι εφεξής· α) Οι αυτόχθονες της κοινότητος, οι έχοντες οικίαν ιδιόκτητον ή εργαστήριον και ποριζόμενοι τα προς το ζην αναγκαία των από της γεωργίας ή άλλης τινά τέχνης και βιομηχανίας.

β) Όσοι αυτόχθονες κερδίζουν από του επαγγέλματος των ή από τέχνης ελευθερίου υπέρ τους τριακοσίους φοίνικας κατ’ έτος.

γ) Όσοι πολίται εστερέωσαν τη διαμονή των εις την κοινότητα και πορίζονται τα προς ζωάρκειαν των ως οι προειρημένοι α΄ και β΄.

73- Οι πολίται δια να έχωσι ψήφον εις μία κοινότητα και να μετέρχωνται όλα τα πολιτευματικά δίκαιά των, εκλέγοντες και εκλεγόμενοι, πρέπει να ήναι καταγεγραμμένοι εις το πολιτικόν κατάστιχον αυτής της κοινότητος.

74- Όστις δεν είναι ηλικιωμένος υπέρ τα 25 έτη και δεν έχει αποκτημένα τα ανωτέρα προσδιορισθέντα, δεν ημπορεί να καταγραφή εις τον Πολιτικόν κατάστιχον της κοινότητος, ουδέ να έχη ψήφον.

[12] Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 128.

[13] Βλ. Ν. Ι. Σαριπόλου, Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, 1851, σ. 310 και σ. 304-305 όπου σημειώνει ότι ο εκλογικός νόμος δεν παρέχει το δικαίωμα της ψήφου στο λαό αλλά στον όχλο. Η κριτική του πατρός Σαριπόλου βασίζεται στη γνώση. Ειδικότερα θεωρεί ότι το δικαίωμα ψήφου έπρεπε να διαθέτουν οι γνωρίζοντες γραφή και ανάγνωση. Από τους αναλφάβητους δικαίωμα ψήφου, κατά τη γνώμη αυτή, έπρεπε να έχουν μόνοι όσοι κατέβαλαν ορισμένο τίμημα. Μολονότι εμφορείται από τις απόψεις αυτές ο Ν. Ι. Σαρίπολος δεν αρνείται ότι οι Έλληνες αγωνίσθηκαν για την πολιτική ελευθερία τους και άρα άξιζαν την καθολικότητα της ψήφου.

[14] Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 130, όπου σημειώνει ότι ο Αδ. Κοραής αποδέχθηκε τον αποκλεισμό των υπηρετών. Εκφράζει δε την εκτίμηση ότι ο αποκλεισμός των υπηρετών και μαθητευόμενων τεχνιτών προερχόταν από το εκλογικό δίκαιο της Γαλλικής Επανάστασης το οποίο επίσης προέβλεπε αποκλεισμό των εμμίσθων υπηρετών. Η εξαίρεση αυτή αποδόθηκε στην επήρεια, που κατά τεκμήριο ασκούσαν, οι κύριοι επί των υπηρετών, συνεπώς αποκλείονταν οι ευρισκόμενοι υπό την επήρεια των κατ’ εξοχήν εχθρών της επανάστασης, ήτοι των αριστοκρατών.

[15] Το άρθρο 66 του Συντάγματος 1864 όριζε: Η Βουλή σύγκειται εκ των βουλευτών εκλεγομένων υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών, δι’ αμέσου, καθολικής και μυστικής δια σφαιριδίων ψηφοφορίας, κατά τον υπό της Συνελεύσεως ταύτης ψηφισθησομένων περί εκλογής Νόμον, μεταβλητόν όντα κατά τας λοιπάς διατάξεις αυτού. Αι βουλευτικαί εκλογαί διατάσσονται και ενεργούνται ταυτοχρόνως καθ’ όλην την επικράτειαν. Βλ. σε Κ. Μαυρία-Α. Παντελή, Συνταγματικά Κείμενα, οπ. π. σελ. 100.

[16] Η όλη συζήτηση διεξήχθη στη Β΄ Εθνοσυνέλευση κατά τη διάρκεια των συζητήσεων επί του άρθρου 66 του Σχεδίου Συντάγματος. Λόγω της επιμονής που επέδειξαν οι Επτανήσιοι βουλευτές κατοχυρώθηκε στο άρθρο αυτό η καθολική ψηφοφορία. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η έμμεση πρόταση του βουλευτή Εμ. Κόκκινου υπέρ της καθολικής ψηφοφορίας των γυναικών θέση, την οποία η ελληνική κοινωνία  του 19ου αιώνα δεν μπορούσε να αποδεχθεί. Βλ. Κ. Γεωργόπουλου, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σελ. 135. Βλ. επίσης Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα 1864-1909. Ιδεολογία και πράξη της καθολικής ψηφοφορίας, 1991, σ. 211-219 για την προβληματική της γυναικείας ψήφου, σ. 48 κ.ε. ως προς τη επιρροή των Επτανήσιων βουλευτών.

[17] Η ψήφος των εκτός Ελλάδος ευρισκόμενων Ελλήνων ευρισκόμενων Ελλήνων κατοχυρώθηκε στο ψήφισμα της 23ης Οκτωβρίου 1862, το οποίο συμπλήρωσε τον εκλογικό νόμο του 1844. Σύμφωνα με αυτό 100 μέχρι 1000 Έλληνες του εξωτερικού εξέλεξαν ένα πληρεξούσιο. Από 1.000 μέχρι 10.000 εξέλεξαν δύο πληρεξούσιους. Από 10.000 και άνω εξέλεξαν τρεις πληρεξούσιους. Εάν ήταν λιγότεροι από 100 μπορούσαν μεταβαίνοντες να συναπαρτίσουν με τους εκεί κατοικούντες τον απαιτούμενο αριθμό. Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 134, Α. Μάνεση, Συνταγματικόν Δίκαιον, Πανεπιστημιακαί παραδόσεις, 1967, σ. 200.

[18] Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 137 όπου μεταξύ άλλων συμπυκνώνει τη συζήτηση περί συνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 4 του νόμου της 19/21 Νοεμβρίου 1864. Συγκεκριμένα ο Ν. Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, τομ. Α΄, 1911, σ. 208 κ.ε. και ιδιώς σ. 212 και 213 όπου σημειώνει ότι «παρ’ ημίν η ψηφοφορία είνε καθολική μη απαιτούμενων ιδίως προσόντων περιουσίας (εκλογικόν τίμημα) ή παιδεύσεως, και ίση απάντων των εκλογέων όντων ίσων κατά την ψήφον. Ο υπό της Β΄ εν Αθήναις Εθνοσυνελεύσεως ψηφισθείς περί εκλογής βουλευτών νόμος της 19ης Νοεμβρίου 1864 έδιδε το δικαίωμα της ψήφου εις πάντας τους κατά τους καθεστώτας νόμους πολίτας έλληνας, συμπληρώνοντας το 21ο έτος της ηλικίας των, έχοντας ιδιοκτησίαν τινά ή μετερχόμενων οιονδήποτε επάγγελμα ή επιτήδευμα». Κριτικά στη συμφωνία της εν λόγω διάταξης με το Σύνταγμα άσκησε ο Α. Σβώλος, Το Νέον Σύνταγμα και αι βάσεις του Πολιτεύματος, 1928, σ. 248.   

[19] Βλ. Κ. Γεωργόπουλο, Η καθολική ψηφοφορία εις την Ελλάδα, οπ. π. σ. 138, επίσης Γ. Σωτηρέλη, Σύνταγμα και εκλογές στην Ελλάδα οπ. π. σ. 236. κ.ε.

[20] Με το ν. 626/1977 η εκλογική ενηλικότης κατέβηκε στο 20ο από το 21ο έτος. Ακολούθως με το άρθρο 1 του ν. 1224/1981 το όριο της εκλογικής ενηλικίωσης κατήλθε στα 18 έτη και από το 2016 στο 17ο έτος της ηλικίας. Βλ. αντί άλλων Γ. Καραβοκύρη, άρθρο 51 σε Φ. Σπυρόπουλου- Ξ. Κοντιάδη- Χ. Ανθόπουλου – Γ. Γεραπετρίτη, Σύνταγμα. Κατ’ άρθρον ερμηνεία, 2017, σ. 975-992, εδώ σ. 982.

[21] Το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος για το δημοψήφισμα τυπικού νόμου 350/1976 όπως και το άρθρο 4 παρ. 1 του ισχύοντος νόμου 4023/2011 ορίζει ότι το «δημοψήφισμα διενεργείται με άμεση, καθολική, και μυστική ψηφοφορία. Στο δημοψήφισμα ψηφίζουν οι Έλληνες και οι Ελληνίδες, που είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους και την ημέρα διεξαγωγής της ψηφοφορίας βρίσκονται εντός των ορίων της Επικράτειας». Μολονότι ο εκτελεστικός του δημοψηφίσματος νόμος 4023/2011 τιτλοφορείται ως «Διεύρυνση της άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας με τη διενέργεια δημοψηφίσματος», δημιούργησε δια των διατάξεων του άρθρου 4 παρ. 2 αντίφαση καθώς περιόριζε τα μέλη του εκλογικού σώματος στους ευρισκόμενους εντός της ελληνικής επικράτειας, θέμα το οποίο αντιμετωπίστηκε επιτυχώς.

[22] Η σχετική διάταξη πρέπει να θεωρείται ήδη ως μη ισχύουσα καθώς το άρθρο 1 του ν. 4648/2019 «Διευκόλυνση άσκησης εκλογέων που βρίσκονται εκτός Ελληνικής Επικράτειας και τροποποίηση εκλογικής διαδικασίας» ορίζει ότι «εκλογείς οι οποίοι την ημέρα των βουλευτικών εκλογών, των εκλογών για την ανάδειξη των μελών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο καθώς και την ημέρα διεξαγωγής εθνικού δημοψηφίσματος βρίσκονται εκτός της Επικράτειας, μπορούν ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος και με την επιφύλαξη του άρθρου 2».

[23] Κατά τη διατύπωση του Α. Μάνεση Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος, τομ. ΙΙ. 1961-1965, σελ. 236.

[24] Βλ. Κ. Μαυρία, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδοση, 2014, σ. 380.

[25] Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τα όργανα του κράτους, τευχ. Α΄, Το εκλογικό σώμα, 1981, σ. 48-52.

[26] Βλ. Γ. Παπαδημητρίου, Συνταγματικό Δίκαιο, Το εκλογικό σώμα, 1981, οπ. π. σ. 52.

[27] Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει μέσω της Αναθεώρησης του Συντάγματος για την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών, σε εφ. Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2019.

[28] Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει μέσω της Αναθεώρησης του Συντάγματος για την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών, σε εφ. Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2019.

[29] Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνει μέσω της Αναθεώρησης του Συντάγματος για την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών, σε εφ. Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2019, όπου σημειώνει ότι «η (εκ μέρους εισηγητή της πλειοψηφίας) πραγματολογική διαπίστωση ότι δεν θα βρεθεί δικαστήριο που να θεωρήσει αντισυνταγματικό έναν νόμο και πολύ περισσότερο μια αναθεωρητική παρέμβαση συμφωνημένη από όλα τα κόμματα και ψηφισμένη από όλους τους βουλευτές, είναι πολύ ενδιαφέρουσα από πλευράς νομικού ρεαλισμού, κινείται όμως στο πεδίο της κοινωνιολογίας του δικαίου και της δικαστικής ψυχολογίας. Όχι του συνταγματικού δικαίου που μεριμνά για την κανονιστική ακεραιότητα του Συντάγματος ακόμη και αν αυτό αφορά μικρές ομάδες ή ένα άτομο. Το κύρος των εκλογών και ο δικαστικός του έλεγχος αφορά εν δυνάμει τους πάντες μέσα σε μεταβαλλόμενες και συχνά απρόβλεπτες πολιτικές συνθήκες που μπορεί να υπερβούν σημερινές συναινέσεις. Βλ. επίσης την σφοδρή κριτική στο όλο εγχείρημα που ασκεί ο Α. Καρίπογλου, Ο συνταγματικός τυχοδιωκτισμός του κ. Γεραπετρίτη, στην ιστοσελίδα ΤΗΕ PRESIDENT, 27-10-2019. Στην αντίθετη κατεύθυνση το κείμενο των Μ. Ντιναλέξη- Γ. Αζαρία, Ψήφος στο Εξωτερικό: όλα τα δεδομένα, στην ιστοσελίδα ΤΗΕ PRESIDENT, 13-10-2019.

[30] Πρόκειται για οιοδήποτε οικονομικό στοιχείο είτε πρόκειται για δήλωση εισοδήματος, είτε πρόκειται για ακίνητη περιουσία, είτε για εισόδημα από ενοίκιο, ή για στοιχεία επιχείρησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς Αναρτήσεις