H “Ορέστεια” ως γενεσιουργός αιτία δικαιοπολιτικών
προβληματισμών
Του Κωνσταντίνου Γ. Μουρτοπάλλα*
Διάγραμμα
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
ΙΙ. Η “Ορέστεια” και η εξέλιξη
των θεσμών
ΙΙΙ. Η “Ορέστεια” ως διαχρονικό
πρόβλημα πολιτειακής οργάνωσης
α. Η μεταβολή του χαρακτήρα της δίκης
β. Η αυτονομία των θεσμών
ΙV. Η δίκη του Ορέστη ως νομικό
πρόβλημα του σήμερα
V. Επίμετρο
I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Η σημασία και ο ρόλος του θεάτρου
στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της αρχαιότητας είναι πολυσήμαντος. Αν η
Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε το δημόσιο forum, όπου διεξαγόταν η επίσημη
διαβούλευση των πολιτών, ενώ είχε προηγηθεί στην Αγορά η άτυπη δημόσια
συζήτηση, το θέατρο και δη η τραγωδία αποτελούν ταυτόχρονα μέσα δημοκρατικής
διαπαιδαγώγησης των πολιτών[1],
αλλά και διηθητικούς μηχανισμούς των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων, που
σημειώνονταν την εποχή αυτή.
H τραγωδία δηλαδή, αντιμετωπίζεται
με το βλέμμα του πολίτη, ο οποίος στοχάζεται φιλοσοφικώς και πολιτικώς σχετικά
με όσα ζητήματα, εσωτερικής και εξωτερικής φύσεως, αφορούν την πόλη του.
Διερευνητέο είναι όμως το πώς
πρέπει να προσεγγίζει και να ερμηνεύει κανείς υπό το πρίσμα του σήμερα τα
διδάγματα και τις παραδοχές της τραγωδίας, προς αποφυγή του κινδύνου
αναχρονισμών, ακροβασιών, αλλά και παρανόησης των εννοιών.
Η αισχύλεια τραγωδία,
αντιπροσωπεύοντας το υψηλό και το ιδεώδες[2] επιτρέπει
και στον νομικό του σήμερα να ενθέσει αξίες και ιδέες – όπως της “Δίκης”, της
αυτοθέσμισης, της δημοκρατίας – στη ζώσα νομική του συνείδηση, κατανοώντας κατ’
αυτόν τον τρόπο της εξελικτική τους πορεία και εννοιολογικό αναπροσδιορισμό.
ΙΙ.
Η “Ορέστεια” και η εξέλιξη των θεσμών
Εκτός από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις
της εποχής, δια της “Ορέστειας” αποτυπώνεται και η εξέλιξη των θεσμών, αλλά και
των εννοιών. Συγκεκριμένα, στην αισχύλεια τραγωδία ανευρίσκονται οι εξής μείζονες αλλαγές:
α. η μεταβολή του χαρακτήρα της
δίκης και πλησίον αυτής και της δικαιοσύνης (θεϊκή – ανθρώπινη, υπόθεση
ιδιωτική – υπόθεση δημόσια),
β. η βραδεία πορεία προς την
αυτοθέσμιση (ετερονομία – αυτονομία των θεσμών)
α. Η μεταβολή του χαρακτήρα της δίκης
Η σύγχρονη νομική σκέψη, αλλά και
οι νομικοί θεσμοί, έλκουν εν μέρει την καταγωγή τους από την δεύτερη αλλαγή που
σημειώνεται δραματουργικώς στην “Ορέστεια”, αλλά εντοπίζεται εξίσου και στην
ίδια την συγκρότηση και λειτουργία της αθηναϊκής πολιτείας.
Η “Δίκη” στην Ορέστεια είναι μια
έννοια πολύσημη, η οποία στο πρώτο μέρος της τριλογίας διαθέτει διαφορετικό
εννοιολογικό περιεχόμενο, ενώ βαθμηδόν και κατά την εξέλιξη της δράσης
ανανοηματοδοτείται. Σε κάθε περίπτωση ο όρος “Δίκη” συνδέεται με τις ιδέες περί
δικαίου και δικαιοσύνης.
Στον “Αγαμέμνονα” και στις
“Χοηφόρες” ο παραπάνω όρος ταυτίζεται με την ανταπόδοση και την τιμωρία, οι
οποίες αντλούν το κύρος τους και αποδίδονται από τους θεούς, εν αντιθέσει με
τις “Ευμενίδες”, που η νομική υπόθεση και η θέσπιση συγκεκριμένης διαδικασίας
επίλυσης διαφορών συναπαρτίζουν το νοηματικό περιεχόμενο της “Δίκης”.
Η αντίληψη περί θεϊκής απονομής
της δικαιοσύνης εμφαίνεται για παράδειγμα στον εξής στίχο: “όποιος φονεύει πληρώνει το χρέος του. Αυτός
ο νόμος θα διατηρηθεί αμετάβλητος όσο και ο θρόνος του Διός: υποφέρει κανείς
ανάλογα με την πράξη του. Έτσι προβλέπει ο θεϊκός νόμος”[3].
Όργανα της απονομής της δικαιοσύνης
είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι, που εκτελούν την βούληση των θεώνΧαρακτηριστικό των
ανωτέρω είναι ότι οι θεοί αποκαθιστούν την αδικία (“άδικον καθαιρεῖ” στ. 399 Αγαμέμνων)
των Πριαμίδων[4](“ἀνδρὶ
λακτίσαντι μέγαν Δίκας βωμὸν” στ. 383 – 384 Αγαμέμνων) δια των Ατρείδων[5],
που αποκαλούνται “πρόδικοι”, ήτοι προασπιστές της θεϊκής δικαιοσύνης. Η “Δίκη”
ως δίκαιη και ίση ανταπόδοση μιας τελεσθείσας αδικίας διατρέχει το σύνολο των
δύο πρώτων μερών της τριλογίας, όπου η Κλυταιμνήστρα θεωρεί την δολοφονία του
συζύγου της “ἔργον, δικαίας τέκτονος”, ενώ ο Ορέστης προβαίνει στην δολοφονία της μητρός
του συνεκτιμώντας[6] τις επερχόμενες συνέπειες
σε περίπτωση που δεν συμβάλει στην αποκατάσταση της διασαλευμένης θεϊκής
δικαιοταξίας.
Η
ανταποδοτική πράξη ως μορφή “επανορθωτικού δικαίου”[7]
πρόκειται ουσιαστικά για την αρχή “οφθαλμόν αντί οφθαλμού”[8]
ή “lex talionis”. Το έννομο συμφέρον, που θέτει σε κίνηση τον
συγκεκριμένο δικαιοδοτικό μηχανισμό είναι η εκδίκηση.
Η
επερχόμενη αλλαγή του υφιστάμενου στον “Αγαμέμνονα” και στις “Χοηφόρες”
συστήματος απονομής της δικαιοσύνης προμηνύεται μέσω της Ηλέκτρας, η οποία
διακρίνει ρητά τον “δικηφόρo” από τον “δικαστή”: “πότερα δικαστὴν ἢ δικηφόρον λέγεις;”.
Η απόδοση της δικαιοσύνης, ως
ανταπόδοσης του ίσου, μολονότι χαρακτηρίζεται “ενδίκως”[9] και
αντλεί την νομιμοποίησή της από τους θεούς, οδηγεί σε έναν ατέρμονο και
αλληλοτροφοδοτούμενο κύκλο εκδικήσεων – αντεκδικήσεων, με αποτέλεσμα να μην
επέρχεται η “ειρήνευση” του εννόμου αγαθού, ενώ η ανασφάλεια δικαίου και η
προκαλούμενη αβεβαιότητα δεν επιτρέπουν την ομαλή κοινωνική συμβίωση.
Η αντίληψη περί “Δίκης” φαίνεται
να αλλάζει, όταν η Αθηνά απεκδύεται[10]
της αρμοδιότητας του δικάζειν και ιδρύει δικαστήριο, με υλική αρμοδιότητα την
εκδίκαση υποθέσεων ανθρωποκτονίας στην σύνθεση του οποίου μετέχουν “δικαστὰς
ὁρκίων αἰδουμένους”.
Η θεμελιωτική στιγμή του Αρείου
Πάγου είναι η στιγμή, όπου η “Δίκη” ως ανταπόδοση με δικηφόρους, εκτελεστές της
βούλησης των θεών, ανασημασιοδοτείται, ούσα “Δίκη” απονεμόμενη από ανθρώπινους
δικαστές – αμερόληπτους, ευυπόληπτους και ευσυνείδητους - μετά από τον
σχηματισμό δίκαιης κρίσης.
Την θέση της αυτοδικίας, ως έκφραση
του θεϊκού νόμου, που απολήγει σε έναν πολυαίμακτο κύκλο φόνων, λαμβάνει ο
ανθρώπινος νόμος μέσω της σύστασης ενός νεοπαγούς δικαιοδοτικού θεσμού.
Η διάκριση “φύσει δικαίου” και
“νόμω δικαίου” είναι γνωστή[11]
στην αρχαιοελληνική σκέψη. Το “φύσει δίκαιο” εκφράζει το άγραφο “ορθό”, όπως
εκδηλώνεται μέσω της απονομής της θεϊκής δικαιοσύνης. Προφανώς δεν μπορεί να
γίνει λόγος για στοιχεία νομικού θετικισμού στην “Ορέστεια”, όπως νοούνται στην
σύγχρονη θεωρία του συνταγματικού δικαίου. Μολαταύτα, ιδίως στις “Ευμενίδες”
εντοπίζονται διάφορα χαρακτηριστικά, που υποδηλώνουν την “θετικοποίηση” του
δικαίου, υπό την έννοια της σταθερότητας (“το θεσμό ετούτο παντοτινό θα ορίσω”), του κυρωτικού χαρακτήρα, και της ρύθμισης της
εξωτερικής συμπεριφοράς των αποδεκτών των επιταγών του. Ως προς το τελευταίο
είναι χαρακτηριστική η προϊσχύσασα αρμοδιότητα των Ερινυών, που συνδεόταν
κυρίως με τον εσωτερικό κόσμο[12]
και την ηθική του δράστη.
β. Η αυτονομία των θεσμών
Η τριλογία τοποθετούμενη στον
δικό της ιστορικό χρόνο συνδέεται, όπως προεκτέθηκε, και με τα γεγονότα[13] που
συνετέλεσαν στην “αυτοθέσμιση” της αθηναϊκής πολιτείας. Τα γεγονότα αυτά
εγκολπώνονται στην “Ορέστεια” μέσω του μύθου. Συγκεκριμένα, αν και ο θεσμός του
δικαστηρίου είναι φαινομενικά δοτός, καθόσον εγκαθιδρύθηκε με πρωτοβουλία της
θεάς Αθηνάς, η διατήρηση ή η κατάργησή του καθίσταται ζήτημα των πολιτών: “[…]
Άρειος πάγος, σ᾽ αυτόν επάνω ο Σεβασμός κι ο αδερφός Φόβος θα συγκρατούνε το
λαό μέρα και νύχτα να μη αδικούν· φτάνει να μην παραμορφώνουν με νέες τους
νόμους αλλαγές οι ίδιοι οι πολίτες·”
Επίσης, η σύνθεση του Αρείου
Πάγου και η συμμετοχή ορκωτών[14]
δικαστών καταδεικνύει την σπουδαιότητα της συμμετοχής των πολιτών στη λήψη
αποφάσεων μείζονος σημασίας. Οι ένορκοι ή λαϊκοί δικαστές είναι ισοσθενείς με
την προεδρεύουσα θεά Αθηνά, οι ψήφοι τους είναι ισοδύναμες[15] και
η δικανική τους κρίση δεσμευτική.
Η δικαιοσύνη εκφεύγει πλέον των
στενών ορίων της ιδιωτικής σφαίρας και μετατρέπεται σε δημόσια υπόθεση[16] μέσω
της δημοσιότητας της δίκης και της συμμετοχής των πολιτών στην δικαστική
λειτουργία. Και όπως κάθε δημόσια υπόθεση, έτσι και η διαδικασία επίλυσης διαφορών
προϋποθέτουν την Πειθώ[17],
την δικανική πεποίθηση δηλαδή που θεμελιώνεται μέσω “μαρτυριών και τεκμηρίων”[18]-
και όχι βασιζόμενη σε εξ αποκαλύψεως κρίσεις[19] –
και τον διάλογο (με την παρουσία του αγοραίου Δία[20]).
Η εγκαθίδρυση του Αρείου Πάγου
αναγάγει τον τελευταίο σε “άγρυπνο
παρατηρητή, φύλακα της γης, πάνω από αυτούς που κοιμούνται[21]”, που εγγυάται τόσο την ασφάλεια
και την προστασία των πολιτών, όσο και της ίδιας της πόλης, αφού ως θεσμός
αυτόνομος[22],
διασφαλίζει την ομαλή κοινωνική συμβίωση (“διδόναι γὰρ αὐτὰ δίκην καὶ τίσιν ἀλλήλοις
τῆς ἀδικίας”)[23],
αλλά και τον δημοκρατικό (“[…] Ούτε δεσποτισμό μα ούτε αναρχία να
στρέγει — κι έγνοια του ας το ᾽χει — το λαό μου συμβουλεύω”, στ. 696 επ., Ευμενίδες) και εύνομο χαρακτήρα της (“ο Σεβασμός κι ο αδερφός Φόβος θα συγκρατούνε
το λαό μέρα και νύχτα να μη αδικούν”, στ. 690 επ., Ευμενίδες).
III. Η “Ορέστεια” ως διαχρονικό πρόβλημα πολιτειακής
οργάνωσης
Η μετάβαση από την θεοκρισία στην
δικαστική απόφανση εσήμανε και την αναγνώριση κάποιων διαδικαστικών και
ουσιαστικών εγγυήσεων για την λειτουργία του δικαστηρίου, την θέση του
κατηγορουμένου και την εν γένει διάρθρωση της διαδικασίας απονομής της
δικαιοσύνης.
Βεβαίως δεν νοείται την περίοδο
συγγραφής της “Ορέστειας”, η ύπαρξη ατομικών ελευθεριών με αμυντικό χαρακτήρα[24],
ούτε η δικαστική λειτουργία ταυτίζεται πλήρως με το περιεχόμενο που της
αποδίδει σήμερα η επιστήμη του συνταγματικού δικαίου.
Εντούτοις, στην αισχύλεια
τραγωδία ανιχνεύονται διάφορες αρχές που αποτέλεσαν την πρόδρομη μορφή θεσμών
και δικαιωμάτων που αποτελούν τη sine qua non του σύγχρονου συνταγματικού
κράτους.
Η ύπαρξη μιας ανεξάρτητης
λειτουργίας, της δικαστικής, η οποία “ασκείται από τα δικαστήρια” επιβεβαιώνει
ότι η διάκριση των λειτουργιών, που ανευρίσκεται και στον πολιτικό στοχασμό του
Αριστοτέλη[25],
έχει επιρροές από προγενέστερα έργα που αναδεικνύουν το ζήτημα της κατανομής
των λειτουργιών εντός της πόλεως. Τα όργανα της δικαστικής λειτουργίας, έχουν
επιλεγεί με αξιοκρατικό τρόπο[26] και
ασκούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα και αντικειμενικά, διαθέτοντας την
απαιτούμενη λειτουργική ορθότητα[27](“που θα’ χουν σέβας στον όρκο τους”, “τον
όρκο σας τιμώντας αποφασίστε δίκαια”).
Η ίδρυση του Αρείου Πάγου, η
διάρκεια που επιθυμεί να του προσδώσει η θεά Αθηνά, και η αποκλειστική ανάθεση
της αρμοδιότητας εκδίκασης ανθρωποκτονιών, προσιδιάζουν στο δικαίωμα στον
φυσικό και νόμιμο δικαστή[28] (άρ.
8 Συντ.), δεδομένου ότι έχει εκ των προτέρων καθοριστεί η καθ’ ύλην αρμοδιότητα
του συγκεκριμένου δικαστηρίου. Επομένως, όποιος διαπράττει το αδίκημα της
ανθρωποκτονίας δεν υπόκειται στις ορέξεις των θεών, αλλά σε όσα ορίζει ο νόμος,
ο οποίος “άνευ ορέξεων νους είναι”. Συνακόλουθα, η πρόσβαση σε φυσικό δικαστή
συνεπάγεται την αναγνώριση και της αξίωσης παροχής δικαστικής προστασίας (άρ.
20 παρ. 1 Συντ.) αποκλειστικά από αυτόν.
Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης και η
ανίχνευση μιας εκ των κυριότερων συνιστωσών του ά. 20 παρ. 1, της δικαστικής
ακρόασης και της ισότητας των όπλων των διαδίκων (“αντίδικοι είστε δύο, μ’ ακούω
τον ένα”). Αρχές που, εκτός των άλλων, απορρέουν και από το ά. 6 παρ. 1
της ΕΣΔΑ και αποτελούν συνδηλώσεις του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, όπως η αρχή
της ισοπλίας και της αντιδικίας[29].
Προσέτι, εντοπίζονται και αναφορές
που σχετίζονται με την θεμελιώδη αρχή “nullum crimen nulla poena sine
lege”, που ερείδεται στο ά. 7 παρ. 1 Συντ. Συγκεκριμένα, από την δίκη του
Ορέστη και εφεξής το έγκλημα τις ανθρωποκτονίας θα δικάζεται από τον Άρειο
Πάγο. Ενώ, η σημαντικότερη συσχέτιση της δραματουργικής πλοκής με τη νομιμότητα
της ποινής, αποτελεί το γεγονός της προσωποποίησης και της εξατομίκευσης της[30].
Στις “Ευμενίδες” δικαζόταν μόνο ο Ορέστης και η ποινή θα επιβαλλόταν
αποκλειστικά στον ίδιο, όχι στην γενιά του συλλογικά, όπως συνέβαινε στο
παρελθόν[31].
Επιπλέον, η απαλλαγή του Ορέστη
λόγω ισοψηφίας και η υπεράσπιση του από τον θεό Απόλλωνα, παραπέμπουν στις
συνταγματικές εγγυήσεις, που αφορούν την επιβολή των ποινών και τη δίκαιη δίκη
(άρ. 6, 7 και 20 Συντ.), όπως στο τεκμήριο αθωότητας[32]
και στην αρχή in
dubio
pro
reo[33], και γενικότερα στην αρχή του
κράτους δικαίου (άρ. 25 Συντ.). Αξιομνημόνευτη, είναι τέλος και η σχεδόν
απόλυτη προστασία του ασύλου ναού, όπως συναντάται στην αρχή του τρίτου μέρους
και κυρίως στις “Χοηφόρες”, όπου οι Ερινύες δεν δύνανται να εισέλθουν στο ιερό
του Απόλλωνα[34].
Σύγχρονη συνταγματική αναγωγή αποτελεί το ακώλυτο της ελευθερίας άσκησης της
θρησκείας[35]
(άρ. 13 παρ. 2 Συντ.).
IV. Η δίκη του Ορέστη ως νομικό πρόβλημα του σήμερα
Η τήρηση και ο σεβασμός των
συνταγματικών εγγυήσεων που διέπουν όλα τα στάδια της ποινικής δίκης,
εξασφαλίζουν την δικαιότητα και την δικαιοκρατικότητα της διαδικασίας[36].
Όσα προαναφέρθηκαν
συγκεκριμενοποιούνται στην δίκη του Ορέστη ενώπιον του δικαστηρίου του Αρείου
Πάγου. Η δημοσιότητα της διαδικασίας (ά. 93 παρ. 2 Συντ.) και απαγγελία της
απόφασης δημοσίως (ά. 93 παρ. 3 Συντ.) κατέχουν προεξέχουσα θέση στην
διεξαγόμενη δίκη, επιβεβαιώνοντας ότι στην δημοκρατία δεν υπάρχει “δίκη εν κρυπτώ και πόλεμος ανομολόγητος”[37].
Το πλέγμα εγγυήσεων που αφορούν
την θέση του κατηγορουμένου, συνδεόμενων με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη,
απαντώνται εξίσου στις “Ευμενίδες”, καθώς ο Ορέστης αναπτύσσει ελεύθερα τους
ισχυρισμούς του, διαθέτει το δικαίωμα ανταπόδειξης και αντίκρουσης των
ισχυρισμών της κατηγορούσας αρχής, καθώς και υπεράσπισης, ενώ την διαλεκτική
της δίκης ενισχύει η κατ’ αντιπαράσταση διεξαγωγή της δίκης και η εκατέρωθεν
ακρόαση των μερών.
Η αμεροληψία του δικαστηρίου,
αλλά και η προστατευτική εμβέλεια των δικαιωμάτων που προμνημονεύθηκαν,
εξαρτώνται από την επιλογή του διαδικαστικού πλαισίου βάσει του οποίου
διαρθρώνεται η δίκη. Σε ό,τι αφορά την εν λόγω δίκη, το δικονομικό σύστημα που
ακολουθείται είναι το κατηγορητικό[38]. Κύρια
χαρακτηριστικά του είναι:
α. η διάκριση των λειτουργιών της
ποινικής διαδικασίας (υποστήριξη της κατηγορίας από τις Ερινύες, υπεράσπιση του
Ορέστη από τον Απόλλωνα, απόφαση δικαστικού σχηματισμού αποτελούμενου από την
Αθηνά και τους ενόρκους),
β. η δημοσιότητα, η προφορικότητα
και η αμεσότητα της διαδικασίας, όπως αναπτύχθηκαν παραπάνω.
Εν αντιθέσει με το σύστημα που
υιοθετείται στις “Ευμενίδες”, το προϋφιστάμενο σύστημα της θεοκρισίας
συγκέντρωνε τα χαρακτηριστικά του εξεταστικού συστήματος[39],
όπου:
α. τα πρόσωπα του κατηγόρου και
του δικαστή ταυτίζονται (οι θεοί απαγγέλουν την κατηγορία και αποδίδουν
δικαιοσύνη),
β. το αποδεικτικό υλικό
συγκεντρώνεται από την αυθεντία του δικάζοντος (αντιθέτως η Αθηνά ζητά από τους
αντιδίκους την προσκόμιση του αποδεικτικού υλικού),
γ. εκλείπει πλήρως η απροσωποληψία
του δικάζοντος, αφού η παράβαση του θεϊκού νόμου συνεπάγεται αυτομάτως την
τιμωρία του δράστη.
Η θεσμοθέτηση του κατηγορητικού
συστήματος έχει ταυτιστεί με το κράτος δικαίου. Δεν αποτελεί όμως καινοτομία
του σύγχρονο νομικού πολιτισμού, αφού έστω και εν σπέρματι στο αρχαιοελληνικό
δίκαιο[40] καταγράφηκαν
κάποια από τα χαρακτηριστικά του.
Εκτός του διαδικαστικού πλαισίου,
η διαδοχή και η εξέλιξη των σταδίων της δίκης εμφανίζει ιδιαίτερες ομοιότητες
με την δικαστηριακή διαδικασία, όπως διαγράφεται από τα άρθρα 343[41]επ.
ΚΠΔ. Ειδικότερα, η Αθηνά εισάγει[42]
τη δίκη στο ακροατήριο, παραχωρώντας[43]
πρώτα τον λόγο στην εισαγγελική αρχή. Εν συνεχεία, λαμβάνουν χώρα οι μαρτυρικές
καταθέσεις[44]
και η αποδεικτική διαδικασία, η ολοκλήρωση της οποίας κηρύσσεται από την θεά.
Επίσης, η σύσκεψη πριν την ανακοίνωση της δικαστικής απόφανσης είναι μυστική[45].
Τα προρρηθέντα, καθώς και οι
διαδικαστικές και ουσιαστικές εγγυήσεις που αναφέρθηκαν, συμβάλλουν στον
σχηματισμό μιας αντικειμενικής και αδέσμευτης, από εξωτερικές ή εσωτερικές
πιέσεις (“αρκούν τα λόγια, καιρός μ’
ελεύθερη συνείδηση να δώσουν οι κριτές τη δίκαιη ψήφο”, στ. 707 επ., Ευμενίδες),
δικανικής κρίσης, προϊόν εκτίμησης και αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού
και της βασιμότητας των επιχειρημάτων των αντίδικων πλευρών. Είναι δε άξιο
αναφοράς πως οι δικαστές είτε επρόκειντο για την προεδρεύουσα Αθηνά είτε για
τους ενόρκους, υπόκεινται μόνο στην τήρηση του όρκου και δεν οφείλουν να
λαμβάνουν υπόψη κάποια περί δικαίου αντίληψη του πλήθους.
V. Επίμετρο
Τα διδάγματα και ο εν πολλοίς
αθησαύριστος πλούτος ιδεών της τριλογίας βοηθούν στην βαθύτερη κατανόηση του
αρχέγονου διλήμματος νόμος ή φύση, που ανατέμνει και η τραγωδία.
Η ύπαρξη ενός μηχανισμού επίλυσης
διαφορών χωρίς την άσκηση βίας αντί της δύναμης, ενδυναμώνει την δικαιοσύνη[46].
Την δικαιοσύνη νοούμενη και ως “ισότητα της ψυχής που κατευθύνεται προς τους
άλλους”[47]. Ιστορικά[48] άλλωστε,
όποτε η δικαιοσύνη ταυτίστηκε με την δύναμη, και η απονομή της συσχετίσθηκε με
την θεοκρισία και την ιδεοκρατία, εσήμανε κατίσχυση της φύσης έναντι του νόμου
και την επικράτηση απολυταρχικών καθεστώτων.
Πέραν των ανωτέρω, η συγκεκριμένη
αισχύλεια τραγωδία παρέχει αρκετά ερεθίσματα, ώστε να αναζητηθεί η σχέση
δημοκρατίας και απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και η θέση και ο ρόλος της
δικαστικής λειτουργίας στο σύγχρονο δημοκρατικό πολίτευμα. Οι παθογένειες της
δεύτερης επιδρούν στην ποιότητα της πρώτης, αλλά και τανάπαλιν. Η αποδυνάμωση
της δημοκρατίας επηρεάζει αναπόφευκτα και τη δικαστική λειτουργία, η οποία
κατατρύχεται από έλλειψη εμπιστοσύνης.
Η τριλογία τέλος, θέτει ζητήματα
που απασχολούν διαχρονικά την θεωρία του συνταγματικού δικαίου, όπως η
νομιμοποίηση της δικαστικής λειτουργίας[49] και
ιδίως την σχέση της τελευταίας με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας[50].
Η σπουδαιότερη, ίσως, συνεισφορά
της “Ορέστειας” στην σύγχρονη δικαιοπολιτική πραγματικότητα έγκειται στην
ανάδειξη του πρωταρχικού ρόλου του πολίτη, δεδομένου ότι η αυτοθέσμιση του
κρίνειν και επιλέγειν[51] εξαρτάται
από την συμμετοχή του στο σύνολο των δημόσιων υποθέσεων, αλλά και την επαναφορά
της διαβούλευσης και του διαλόγου. Άλλως, “η αυταρχικότητα, το μυστήριο και το
θαύμα”[52] θα
επικρατήσουν.
* Ο Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας
είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ «Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης»
του Τμήματος Νομικής ΔΠΘ.
[1] Claude Mossé, Μικρή ιστορία της
Αθηναϊκής Δημοκρατίας και η πρόσληψή της στους αιώνες, 2η
έκδοση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2015, σελ. 47 και Κ. Μαυριάς, Ιστορία των
πολιτικών ιδεών, από την ελληνική αρχαιότητα έως τον Ρουσσώ, εκδ. Π.Ν.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2014, σελ. 16
[2] Αισχύλος, Αγαμέμνων, εκδ.
Κάκτος, Αθήνα, 1992, σελ. 15 – 16 όπου η σχετική αναφορά γίνεται στο οικείο
εκδοτικό σημείωμα.
[3] Αισχύλος, Αγαμέμνων, όπ.
π., στ. 1538 – 1541, σελ. 158 – 159.
[4] Αισχύλος, Αγαμέμνων, όπ.
π, στ. 1130 – 1131, σελ. 126 – 127.
[5] Αισχύλος, Αγαμέμνων, όπ.
π, στ. 110 επ και 118 επ., σελ. 38 – 39.
[6] Αισχύλος, Χοηφόροι, εκδ.
Κάκτος, Αθήνα 1992, στ. 901 – 903, σελ. 101 – 102.
[7] Σ. Δεληκώστόπουλος, Γένεση
του Δικαίου και Αρχαιοελληνική ποίηση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα –
Κομοτηνή 1996, σελ. 211 επ.
[8] Ibid.
[9] Αισχύλος, Χοηφόροι, όπ.
π., στ. 812 – 813, σελ. 94 – 95.
[10] Αισχύλος, Ευμενίδες, εκδ.
Κάκτος, Αθήνα, 1992, στ. 470 επ., σελ 66 – 67.
[11] Α. Μάνεσης, Συνταγματικό
Δίκαιο, Τόμος Α’, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 37 – 38 όπου
αναφέρεται στην σχετική διάκριση που εντοπίζεται τόσο στην Αντιγόνη του Σοφοκλή
όσο και στη συστηματοποίησή της στην Ρητορική του Αριστοτέλους.
[12] Αισχύλος, Χοηφόροι, όπ.
π., στ. 1024 επ., σελ. 112 – 113 και Ευμενίδες, στ. 307 επ. όπου οι
Ερινύες προκαλώντας αφόρητες τύψεις στον Ορέστη τον ωθούν σε μια φρενοβλαβή
κατάσταση («τα φρένα μου ανυπάκουα με ξεσέρνουν»). Βλ. και Μ. Μανωλεδάκη,
Δίκη Πολύποινος, Η απονομή δικαιοσύνης στην αρχαία ελληνική μυθολογία και
τέχνη, εκδ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ. 43 – 46 και Γ. Σχινά, Ιστορία της Φιλοσοφίας του Δικαίου, Τόμος Α’,
Προσωκρατικοί φιλόσοφοι και ποιηταί από του Ομήρου μέχρι του Ευρυπίδου, εκδ.
Σάκκουλα, Αθήνα, 2005, σελ. 422 επ.
[13] Κ. Μαυριάς, Ιστορία των
πολιτικών ιδεών, όπ. π., σελ. 12 επ.
[14] Α.
Δερβιτσιώτης, Η έννοια της Κυβέρνησης, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας,
Αθήνα, 2019, σελ. 19 και ιδίως την εκεί παραπομπή υπ. αριθμ. 23. όπου
σημειώνεται πως η Αθήνα της κλασικής εποχής θεωρείται η κοιτίδα του σύγχρονου
συστήματος των ορκωτών δικαστηρίων, ενώ σχετική αναφορά για τη σύσταση ορκωτών
δικαστηρίων γίνεται και στα επαναστατικά Συντάγματα, όπως λ.χ. στο άρθρο 137
του Συντάγματος της Τροιζήνας του 1827 βλ. Κ. Μαυριά – Α. Παντελή, Συνταγματικά
Κείμενα Ελληνικά και Ξένα, 3η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα,
Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 54.
[15] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 741 επ., σελ. 88 – 89.
[16] Α. Δερβιτσιώτης, Η έννοια της
Κυβέρνησης, όπ. π., σελ. 18 – 19.
[17] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 885 επ., σελ. 100 – 101, όπου η Αθηνά λέγει το εξής: “Αν όμως στην
αγνή Πειθώ έχεις σέβας, που δίνει γήτεμα και γλύκα στα λόγια μου […]”, καθώς
και στ. 970: “ την
άγια τη χάρη ευλογώ της Πειθώς”.
[18] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 485, σελ. 68 – 69.
[19]
Κ. Καστοριάδης, “Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία
του ανθρώπου”, Διάλεξη πού δόθηκε στό Βαφοπούλειο Πνευματικό
Κέντρο Θεσσαλονίκης στίς 22 Φεβρουάριου 1992, βασισμένη στήν προσφορά
τοῦ συγγραφέα στό Ἀφιέρωμα στόν Κωνσταντῖνο Δεσποτόπουλο, εκδ. Παπαζήση,
Αθήνα, 1991,
σελ. 205-224.
[20] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 973 – 975, σελ. 106 – 107, όπου αναφέρεται από την Αθηνά: “ἀλλ᾽ ἐκράτησε
Ζεὺς ἀγοραῖος·γνικᾷ δ᾽ ἀγαθῶν ἔρις ἡμετέρα διὰ παντός”.
[21] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 704 – 706: “αἰδοῖον, ὀξύθυμον, εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆς
καθίσταμαι”, σελ. 84 – 85.
[22] Τ. Παπαδοπούλου, για τον Κορνήλιο Καστοριάδη, «Είμαστε υπεύθυνοι για την
ιστορία μας», εκδ.
Κριτική, Αθήνα, 2017, σελ. 68 επ., όπου
αναλύεται διεξοδικά η έννοια της αυτονομίας στην αρχαιοελληνική σκέψη, ενώ για
την έννοια της θέσμισης βλ. Κ. Καστοριάδης, Η
Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1978, σελ. 245
επ.
[23] σε: Κ. Μπέης, Από το
θρησκευτικοκοινωνικό αυτοματισμό στον αυτοματισμό του φυσικού κόσμου - πρόδρομο
του φυσικού δικαίου - Η νομοτέλεια της
κοσμικής δικαιοσύνης κατά τους προσωκρατικούς, διαθέσιμο σε:
http://www.kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=1173
[24] Π.
Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, 4η
έκδοση, εκδ. Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 15 επ., και Κ. Μαυριάς, Ιστορία
των πολιτικών ιδεών, όπ. π., σελ. 16 επ.
[25] Δ.
Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Οργάνωση και λειτουργίας της πολιτείας, Τόμος
Β’, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1993, σελ 131 επ.,
όπου επισκοπείται η ιστορική καταγωγή της συγκεκριμένης θεμελιώδους αρχής του
ισχύοντος Συντάγματος.
[26] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 483 – 484: “ορκωτούς φόνων δικαστές θενα διαλέξω,
που έξω από τον όρκο δεν πατούν μ᾽ άδικη γνώμη”, σελ. 68 – 69. Για το λειτούργημα
και τα προσόντα των ενόρκων σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο βλ. Θ. Δαλακούρα, Ποινικό
Δικονομικό Δίκαιο, Τόμος Ι, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2012, σελ. 271 –
273.
[27] για μια ευσύνοπτη παράθεση της
αρχής της λειτουργικής ορθότητας βλ. Α. Δερβιτσιώτη, Σημειώσεις
Συνταγματικού Δικαίου, Ι. Οργάνωση του Κράτους, 4η έκδοση, εκδ.
Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2017, σελ. 55, αλλά και για την σχέση του λειτουργικής
ορθότητας και άσκησης της δικαστικής λειτουργίας βλ. του ιδίου, “Η κριτική και
το κράτος δικαίου”, διαθέσιμο σε:
https://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/i-kritiki-kai-kratos-dikaioy
[28] Π. Δαγτόγλου, Συνταγματικό
Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, όπ. π., σελ. 975 επ.
[29] Λ. – Α.
Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ερμηνεία κατ’ άρθρο (Συλλογικό),
εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013, σελ. 230 – 233.
[30] Α. Δημάκης, άρθρο 7 Συντ., σε: Συλλογικό,
Φ. Σπυρόπουλους – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, Σύνταγμα:
κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 165
επ.
[31] Σύμφωνα με όσα πληροφορούμαστε
κυρίως από το πρώτο μέρος της τριλογίας η καταστροφή του γένους των Ατρείδων
εμπεριέχει: κατάρες (Πέλοπας, Θυέστης), ενδογαμίες(Θυέστης,
Αγαμέμνων), ενδοοικογενειακές, μοιχείες (Θυέστης,
Κλυταιμνήστρα), αιμομιξίες (Θυέστης), αδελφοκτονίες (Ατρέας,
Θυέστης), εγκατάλειψη ή απομάκρυνση παιδιών από την πατρική γη
(Αίγισθος, Ορέστης), αναγνωρίσεις (Αίγισθος,
Ορέστης), παιδοκτονίες, διαμελισμούς και παιδοφαγίες (Τάνταλος,
Ατρέας, Αγαμέμνων), συζυγοκτονίες (Κλυταιμνήστρα)
και μητροκτονίες (Ορέστης).
[32] Π. Βογιατζής, “Το τεκμήριο
αθωότητας άρ. 6 παρ. 2 ΕΣΔΑ”, σε: Συλλογικό, Λ. – Α. Σισιλιάνος, Ευρωπαϊκή
Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ερμηνεία κατ’ άρθρο, όπ. π., σελ. 252
επ., για τους επίκαιρους συνταγματικούς προβληματισμούς σχετικά με το τεκμήριο
αθωότητας βλ. Σ. Βλαχόπουλο, Θωρακίζοντας το τεκμήριο αθωότητας, σε
εφημ: “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”, 26.8.2018, ενώ για την κατοχύρωση βλ. άρθρο 15 Σ της
Τροιζήνος 1827: “έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος”, σε: Κ.
Μαυριά – Α. Παντελή, Συνταγματικά Κείμενα, Ελληνικά και Ξένα, όπ. π.,
σελ. 46.
[33] Α.
Κωνσταντινίδης, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 4η έκδοση, εκδ.
Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2020, σελ. 484 – 486, όπου αναφέρονται τα
εξής: “Η αρχή «in dubio pro reo» («εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου»),
που περιλαμβάνεται στο τεκμήριο αθωότητας, αποτελεί μία από τις βασικότερες
αρχές, που διατρέχουν την αποδεικτική διαδικασία της ποινικής δίκης.
Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος επιτρέπεται να καταδικασθεί, εφόσον το δικαστήριο
πεισθεί πλήρως για την ενοχή του”.
[34] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 179 – 180: “ἔξω, κελεύω, τῶνδε δωμάτων τάχος·
χωρεῖτ᾽, ἀπαλλάσσεσθε μαντικῶν μυχῶ”, σελ. 44 – 45.
[35] Α. Δερβιτσιώτης, Η ίδρυση
ναού ως συνιστώσα της θρησκευτικής ελευθερίας, εκδ. Π. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα,
2010, σελ. 59 επ.
[36] για τις έννοιες της δικαιότητας
και της δικαιοκρατικότητας της διαδικασίας βλ. αναλυτικά σε: Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π.,
σελ. 38 - 41, 42 – 47.
[37] Κ. Τσάτσος, Δημοσθένης:
Τρεις Ολυνθιακοί, Τρεις Φιλιππικοί και ο Λόγος περί των εν Χερσονήσω, εκδ. Εστία,
Αθήνα, 2002, σελ. 235.
[38] Θ. Δαλακούρα, Ποινικό
Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 49 – 51.
[39] Ibid.
[40] Θ. Δαλακούρα, Ποινικό
Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 54 – 56.
[41] Α. Παπαδαμάκης,
Ποινική Δικονομία, 9η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα, 2019,
σελ. 419 όπου αναφέρεται επισταμένως εκδίκαση της υπόθεσης στο ακροατήριο
(«βήμα-βήμα»).
[42] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 582: “ ὑμῶν
ὁ μῦθος, εἰσάγω δὲ τὴν δίκην”, σελ.
74 – 75.
[43] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., στ. 583 – 584: “ὁ γὰρ διώκων πρότερος ἐξ ἀρχῆς λέγων
γένοιτ᾽ ἂν ὀρθῶς πράγματος διδάσκαλος”.
[44] Αισχύλος,
Ευμενίδες, όπ. π., όπου στους στ. 609 επ. ο Απόλλωνας καλείται και
ως μάρτυρας έχοντας τον διττό ρόλο του συνηγόρου και του μάρτυρα υπεράσπισης (“ἤδη
σὺ μαρτύρησον, ἐξηγοῦ δέ μοι […]”).
[45] Αισχύλος, Ευμενίδες, όπ.
π., σελ. 87, όπου σημειώνεται παρενθετικά η μυστικότητα που διέπει την
ψηφοφορία.
[46] Παραφράζοντας την περικοπή από
το έργο του H.
Kelsen,
Die philosophischen Grundlagen, που παραθέτει ο Αρ. Μάνεσης σε: Συνταγματικό
Δίκαιο, όπ. π., σελ. 55 και τις εκεί παραπομπές.
[47] Α. Δερβιτσιώτης, Η έννοια της
Κυβέρνησης, όπ. π., σελ. 19.
[48]
Βλ. K. Καστοριάδη, “Αισχύλεια
ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου”, όπ. π., που
αναφέρει: “τά χειρότερα ἀπ’ τά ὁποῖα ἔγιναν μέ τήν ἐπίκληση τοῦ
ἐσθλοῦ καί τῆς ἐγκόσμιας ἤ ἐξωκοσμικῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου”.
[49] Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό
Δίκαιο, Οργάνωση και λειτουργίας της πολιτείας, Τόμος Β’, όπ. π., σελ. 455
επ.
[50] Φ. Σπυρόπουλος,
“Οι εγγενείς δυσχέρειες του ορκωτικού συστήματος”, σε: Ελληνική Δικαιοσύνη, 1991,
σελ. 247, αλλά και Θ. Δαλακούρα, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, όπ. π., σελ.
263 επ. και το σύνολο των παρατιθέμενων απόψεων.
[51] για την έννοια
του κρίνειν και επιλέγειν βλ. Κ. Καστοριάδη, Χώροι του ανθρώπου, εκδ.
Ύψιλον, Αθήνα, 2007, σελ. 166 – 167, 184 - 185
[52] Α.
Δερβιτσιώτης, “Περί Πολιτικής ΙΙΙ, Η πολιτική εξουσία”, σε εφημ: Παρατηρητής
της Θράκης, 26.11.2016, διαθέσιμο και σε:
https://www.paratiritis-news.gr/gnomes/peri-politikis-iii-i-politiki-exousia/.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου