Περί ανεξαρτησίας
Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο www.liberal.gr (Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου 2018, 00:02)
Η ανακοίνωση της εκλεκτής της Κυβέρνησης, για τη θέση της Προέδρου της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προκάλεσε έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Μολονότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν εντάσσεται στις συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, η εν λόγω επιλογή δεν είναι νομικά αδιάφορη για μια σειρά από λόγους που συνδέονται ιδίως με τις προηγούμενες ιδιότητες της προταθείσας, ως Πρόεδρου του Αρείου Πάγου, υπηρεσιακής Πρωθυπουργού και στη συνέχεια νομικής συμβούλου του Πρωθυπουργού. Ειδικότερα:
1. Πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι ο θεσμός της ισοβιότητας των δικαστικών λειτουργών δεν εμπεριέχει μόνο την παραμονή τους σε ενεργό υπηρεσία ακόμη και στην περίπτωση κατάργησης του δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένοι ή της θέσης που κατέχουν, αλλά αποτελεί γενικότερα τη σπουδαιότερη ίσως εγγύηση της προσωπικής τους ανεξαρτησίας. Η τοποθέτηση δικαστικών λειτουργών, μετά από την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, σε θέσεις της εκτελεστικής εξουσίας, στην οποία εντάσσονται και οι ανεξάρτητες αρχές, τελεί σε σχέση έντασης προς την επιβεβλημένη ανεξαρτησία. Σε κάθε περίπτωση, τίθεται ζήτημα ως προς τον τρόπο διακρίβωσης τυχόν σχέσεων των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών με τα πολιτικά κόμματα που απαγορεύονται απολύτως από το Σύνταγμα, στην πράξη όμως μπορεί να προετοιμάζουν το έδαφος για μια τέτοια εκ των υστέρων τοποθέτηση. Δεδομένου ότι το ζήτημα δεν τίθεται για πρώτη φορά, ενδεχομένως θα πρέπει να εξετασθεί η αντιμετώπισή του στο πλαίσιο της εξελισσόμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
2. Πέραν όμως αυτού του γενικότερου ζητήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθενται ειδικότερα θέματα ως προς την τήρηση της επιβεβλημένης δικαστικής δεοντολογίας δια της αποδοχής μιας τέτοιας θέσης από πρώην ανώτατο δικαστικό λειτουργό. Η δικαστική δεοντολογία επιβάλλει την εν γένει δράση των δικαστικών λειτουργών κατά τρόπο που δεν επιτρέπει τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αμεροληψία και την αντικειμενικότητά τους. Σημειώνεται μάλιστα ότι οι αρχές δικαστικής συμπεριφοράς που έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (γνωστές ως αρχές της Bangalore) δεν προβλέπουν μόνο την ελευθερία του δικαστή από ανάρμοστες σχέσεις και επιρροή της πολιτικής εξουσίας, αλλά επιβάλλουν επίσης τη δυνατότητα διαπίστωσης μιας τέτοιας ελευθερίας από έναν τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή. Οι δεσμεύσεις της δικαστικής δεοντολογίας επιτείνονται ιδίως στην περίπτωση Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου που αναλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος, το σχηματισμό Κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής για τη διενέργεια εκλογών. Η εκ των υστέρων ανάληψη από τον ανώτατο δικαστικό λειτουργό που έχει φθάσει στην ύψιστη, κατά το Σύνταγμα, αναγνώριση της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του, άλλων θέσεων εντός της εκτελεστικής εξουσίας, ιδίως μάλιστα όταν αυτές δεν απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει προς τη δικαστική δεοντολογία.
3. Εξάλλου, η κατοχύρωση ανεξαρτήτων αρχών, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο, αποβλέπει στη δημιουργία νησίδων διοικητικής δράσης που δεν υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο. Η δικαιολογητική βάση της ύπαρξης τέτοιων αρχών συνδέεται με την αμεροληψία των μελών τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Προϋποθέτει όμως ακόμη την επιλογή ως μελών των ανεξαρτήτων αρχών προσώπων που εκ των προτέρων, κατ’ αντικειμενική κρίση, παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα της αμεροληψίας. Πρόσωπο που έχει διατελέσει νομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού στασιάζεται εάν πληροί το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν τις έννοιες αφενός της αμερόληπτης επιλογής και αφετέρου της αμερόληπτης λειτουργίας.
4. Σημειώνεται τέλος ότι ειδικώς στην περίπτωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία είναι επιφορτισμένη με την αποκεντρωμένη εφαρμογή κανόνων του ενωσιακού δικαίου, τυχόν αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής είναι δυνατόν να προκαλέσει ζητήματα ως προς την τήρηση όχι μόνο του εθνικού, αλλά και του ενωσιακού δικαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς» που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, στις 11 Δεκεμβρίου 2018, ρητώς κατοχυρώνει στο άρθρο 4 την άσκηση αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού «ανεξάρτητα από πολιτικές και άλλες εξωτερικές παρεμβάσεις». Η ίδια Οδηγία θέτει σημαντικούς περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα παύσης των μελών των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.
Κατόπιν άλλων αυτών, θα πρέπει να θεωρηθεί προβληματική η επιλογή για τις θέσεις αυτές προσώπων, τα οποία, κατά το παρελθόν, είχαν τοποθετηθεί σε θεσμικά όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, κατά τρόπο που προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, όπως μεταξύ συμβούλου και Πρωθυπουργού. Είναι σαφές εν προκειμένω ότι η προηγούμενη ιδιότητα δικαιολογεί σοβαρές επιφυλάξεις.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.
1. Πρέπει να σημειωθεί καταρχάς ότι ο θεσμός της ισοβιότητας των δικαστικών λειτουργών δεν εμπεριέχει μόνο την παραμονή τους σε ενεργό υπηρεσία ακόμη και στην περίπτωση κατάργησης του δικαστηρίου στο οποίο είναι διορισμένοι ή της θέσης που κατέχουν, αλλά αποτελεί γενικότερα τη σπουδαιότερη ίσως εγγύηση της προσωπικής τους ανεξαρτησίας. Η τοποθέτηση δικαστικών λειτουργών, μετά από την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία, σε θέσεις της εκτελεστικής εξουσίας, στην οποία εντάσσονται και οι ανεξάρτητες αρχές, τελεί σε σχέση έντασης προς την επιβεβλημένη ανεξαρτησία. Σε κάθε περίπτωση, τίθεται ζήτημα ως προς τον τρόπο διακρίβωσης τυχόν σχέσεων των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών με τα πολιτικά κόμματα που απαγορεύονται απολύτως από το Σύνταγμα, στην πράξη όμως μπορεί να προετοιμάζουν το έδαφος για μια τέτοια εκ των υστέρων τοποθέτηση. Δεδομένου ότι το ζήτημα δεν τίθεται για πρώτη φορά, ενδεχομένως θα πρέπει να εξετασθεί η αντιμετώπισή του στο πλαίσιο της εξελισσόμενης συνταγματικής αναθεώρησης.
2. Πέραν όμως αυτού του γενικότερου ζητήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση τίθενται ειδικότερα θέματα ως προς την τήρηση της επιβεβλημένης δικαστικής δεοντολογίας δια της αποδοχής μιας τέτοιας θέσης από πρώην ανώτατο δικαστικό λειτουργό. Η δικαστική δεοντολογία επιβάλλει την εν γένει δράση των δικαστικών λειτουργών κατά τρόπο που δεν επιτρέπει τον κλονισμό της εμπιστοσύνης των πολιτών στην αμεροληψία και την αντικειμενικότητά τους. Σημειώνεται μάλιστα ότι οι αρχές δικαστικής συμπεριφοράς που έχουν υιοθετηθεί στο πλαίσιο του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (γνωστές ως αρχές της Bangalore) δεν προβλέπουν μόνο την ελευθερία του δικαστή από ανάρμοστες σχέσεις και επιρροή της πολιτικής εξουσίας, αλλά επιβάλλουν επίσης τη δυνατότητα διαπίστωσης μιας τέτοιας ελευθερίας από έναν τρίτο αντικειμενικό παρατηρητή. Οι δεσμεύσεις της δικαστικής δεοντολογίας επιτείνονται ιδίως στην περίπτωση Προέδρου ανωτάτου δικαστηρίου που αναλαμβάνει, σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 3 του Συντάγματος, το σχηματισμό Κυβέρνησης όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής για τη διενέργεια εκλογών. Η εκ των υστέρων ανάληψη από τον ανώτατο δικαστικό λειτουργό που έχει φθάσει στην ύψιστη, κατά το Σύνταγμα, αναγνώριση της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του, άλλων θέσεων εντός της εκτελεστικής εξουσίας, ιδίως μάλιστα όταν αυτές δεν απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία, δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει προς τη δικαστική δεοντολογία.
3. Εξάλλου, η κατοχύρωση ανεξαρτήτων αρχών, τόσο σε συνταγματικό όσο και σε νομοθετικό επίπεδο, αποβλέπει στη δημιουργία νησίδων διοικητικής δράσης που δεν υπόκεινται σε πολιτικό έλεγχο. Η δικαιολογητική βάση της ύπαρξης τέτοιων αρχών συνδέεται με την αμεροληψία των μελών τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Προϋποθέτει όμως ακόμη την επιλογή ως μελών των ανεξαρτήτων αρχών προσώπων που εκ των προτέρων, κατ’ αντικειμενική κρίση, παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα της αμεροληψίας. Πρόσωπο που έχει διατελέσει νομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού στασιάζεται εάν πληροί το σύνολο των στοιχείων που συγκροτούν τις έννοιες αφενός της αμερόληπτης επιλογής και αφετέρου της αμερόληπτης λειτουργίας.
4. Σημειώνεται τέλος ότι ειδικώς στην περίπτωση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, η οποία είναι επιφορτισμένη με την αποκεντρωμένη εφαρμογή κανόνων του ενωσιακού δικαίου, τυχόν αμφισβήτηση της ανεξαρτησίας της Επιτροπής είναι δυνατόν να προκαλέσει ζητήματα ως προς την τήρηση όχι μόνο του εθνικού, αλλά και του ενωσιακού δικαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς» που υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, στις 11 Δεκεμβρίου 2018, ρητώς κατοχυρώνει στο άρθρο 4 την άσκηση αρμοδιοτήτων των εθνικών αρχών ανταγωνισμού «ανεξάρτητα από πολιτικές και άλλες εξωτερικές παρεμβάσεις». Η ίδια Οδηγία θέτει σημαντικούς περιορισμούς ως προς τη δυνατότητα παύσης των μελών των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.
Κατόπιν άλλων αυτών, θα πρέπει να θεωρηθεί προβληματική η επιλογή για τις θέσεις αυτές προσώπων, τα οποία, κατά το παρελθόν, είχαν τοποθετηθεί σε θεσμικά όργανα της εκτελεστικής λειτουργίας, κατά τρόπο που προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσεων αμοιβαίας εμπιστοσύνης, όπως μεταξύ συμβούλου και Πρωθυπουργού. Είναι σαφές εν προκειμένω ότι η προηγούμενη ιδιότητα δικαιολογεί σοβαρές επιφυλάξεις.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου