Kυβερνητική κρίση και Σύνταγμα:
Μεταξύ τήρησης των συνταγματικών διαδικασιών και καταστρατήγησης του Συντάγματος
Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Η εσωτερική πολιτική
επικαιρότητα των τελευταίων ετών
χαρακτηρίζεται, σε σημαντικό βαθμό, από
αντιπαραθέσεις θεσμικού χαρακτήρα. Η
συζήτηση αυτή, πολλές φορές χρήσιμη και
αναγκαία, δεν παύει να καταδεικνύει τις
παθογένειες της ελληνικής δημοκρατίας,
στο βαθμό που η αντιπαράθεση φαίνεται
να επεκτείνεται στα θεσμικώς αυτονόητα.
Ενόψει των παραπάνω, είναι ιδιαιτέρως
αξιοσημείωτη η σύγκλιση που παρατηρείται
τις τελευταίες μέρες στην πολιτική
συζήτηση ως προς τις διαδικασίες που
πρέπει να ακολουθήσουν τη διάσταση
μεταξύ των δύο μέχρι πρότινος κυβερνητικών
εταίρων και εν τέλει την αποχώρηση του
ενός εξ αυτών από την Κυβέρνηση.
Ανεξαρτήτως της ανωτέρω διαπίστωσης,
οι θεσμικές παραδοξότητες παραμένουν
και θέτουν σε αμφισβήτηση τη δημοκρατική
ωριμότητα μεγάλου μέρους του πολιτικού
προσωπικού.
Ειδικότερα:
1. Όπως είναι γνωστό,
η κοινοβουλευτική αρχή επιτάσσει την
εμπιστοσύνη της Βουλής προς την
Κυβέρνηση, προκειμένου η τελευταία να
μπορεί να καθορίσει τη γενική πολιτική
της χώρας. Μετά από τις βουλευτικές
εκλογές, εάν υπάρχει στη Βουλή
μονοκομματική απόλυτη πλειοψηφία,
λειτουργεί το τεκμήριο της δεδηλωμένης
και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει
Πρωθυπουργό τον αρχηγό του κόμματος
που διαθέτει την πλειοψηφία αυτή. Εάν,
αντίθετα, δεν υφίσταται απόλυτη
κοινοβουλευτική πλειοψηφία κανενός
κόμματος, το Σύνταγμα προβλέπει δύο
στάδια για να σχηματισθεί Κυβέρνηση:
Αφενός, το στάδιο των διερευνητικών
εντολών και, αν αυτές καταστούν
ατελέσφορες, το στάδιο της διαβούλευσης
υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας,
προκειμένου να διαπιστωθεί η δυνατότητα
σχηματισμού της αναγκαίας κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας· αφετέρου το στάδιο της
ψηφοφορίας στη Βουλή για την παροχή
ψήφου εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, στο
πλαίσιο της οποίας η ανωτέρω δυνατότητα
επαληθεύεται ή διαψεύδεται.
2. Η εμπιστοσύνη της
Βουλής προς την Κυβέρνηση δεν περιορίζεται
στο στάδιο της ανάδειξης της Κυβέρνησης,
μετά από τον διορισμό της, αλλά
επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια του
κυβερνητικού βίου. Κατά συνέπεια, όταν
το τεκμήριο ύπαρξης της αναγκαίας
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ανατρέπεται,
μέσω δημόσιων δηλώσεων αρχηγών κομμάτων
ή και μεμονωμένων βουλευτών, η
κοινοβουλευτική αρχή επιβάλλει στην
Κυβέρνηση, κατά την ορθότερη ερμηνεία,
να ζητήσει εκ νέου την εμπιστοσύνη της
Βουλής. Είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα
δεν επιβάλλει ρητά μια τέτοια υποχρέωση,
χωρίς την οποία όμως η λειτουργία της
κοινοβουλευτικής αρχής καθίσταται
ατελής. Η διατύπωση του άρθρου 84 παρ. 1
του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία
η Κυβέρνηση «μπορεί
να ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε» ψήφο
εμπιστοσύνης της Βουλής δεν αποκλείει
την ερμηνεία αυτή. Αντιδιαστέλλει απλώς
το αίτημα παροχής ψήφου εμπιστοσύνης,
ως προς το οποίο δεν υφίσταται χρονικός
περιορισμός, από την πρόταση δυσπιστίας
που μπορεί καταρχήν να υποβληθεί, κατά
το άρθρο 84 παρ. 2 του Συντάγματος, μόνο
μετά από την πάροδο εξαμήνου αφότου η
Βουλή απέρριψε προηγούμενη πρόταση
δυσπιστίας.
3. H
συνταγματικώς αναγκαία πλειοψηφία
διαφέρει μεταξύ έγκρισης πρότασης
εμπιστοσύνης και πρότασης δυσπιστίας:
Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται η
«απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων
βουλευτών, η οποία όμως δεν επιτρέπεται
να είναι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του
όλου αριθμού των βουλευτών». Είναι
δυνατή, συνεπώς, η υπερψήφιση πρότασης
εμπιστοσύνης ακόμη και από λιγότερους
από 151 βουλευτές, εφόσον πληρούνται δύο
προϋποθέσεις: οι θετικές ψήφοι είναι
περισσότερες κατά μία από το μισό των
παρόντων βουλευτών και ταυτόχρονα
είναι τουλάχιστον 120.
Η δυνατότητα
αυτή προϋποθέτει την απουσία από την
ψηφοφορία του κρίσιμου αριθμού βουλευτών
που απλώς «ανέχονται» την Κυβέρνηση.
Στη δεύτερη περίπτωση, αντίθετα, η
έγκριση πρότασης δυσπιστίας προϋποθέτει
την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού
των βουλευτών, δηλαδή 151 ψήφους. Για
λόγους που ανάγονται στη διασφάλιση
της κυβερνητικής σταθερότητας, η έγκριση
πρότασης εμπιστοσύνης είναι, κατά το
Σύνταγμα, ευχερέστερη της έγκρισης
πρότασης δυσπιστίας. Κατά συνέπεια, η
«Κυβέρνηση ανοχής» είναι συνταγματικώς
επιτρεπτή. Το επιχείρημα της μειωμένης
δημοκρατικής νομιμοποίησης μιας τέτοιας
Κυβέρνησης έχει προεχόντως πολιτική
και όχι νομική σημασία. Με άλλες λέξεις,
το συντακτικό νομοθέτη ενδιαφέρει η
ύπαρξη Κυβέρνησης, όχι η πολιτική ισχύς
ή η πολιτική αδυναμία της.
Σε
αντιδιαστολή προς τις παραπάνω
επισημάνσεις, η τήρηση των συνταγματικών
διαδικασιών συνοδεύθηκε από θεσμικώς
παράδοξα που από μόνα τους αποτελούν
αμφισβητήσεις σχετικές με τη δημοκρατική
ωριμότητα της Κυβέρνησης. Η προσπάθεια
συγκέντρωσης της κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας, στη βάση συμπράξεων με
μεμονωμένους βουλευτές, αφήνει υπόνοιες
συναλλαγής. Φαινόμενα μεταστροφής της
γνώμης των εν λόγω βουλευτών, σε σχέση
με την παλαιότερα εκφρασμένη άποψή τους
για τα ίδια ζητήματα, μάλλον εκθέτουν
τους βουλευτές αυτούς και μάλλον
ενισχύουν τις υπόνοιες συναλλαγής. Tην
ίδια στιγμή, η κομματική πειθαρχία
φαίνεται ότι ασκείται επιλεκτικά σε
σχέση μάλιστα με τη διαδικασία παροχής
ψήφου εμπιστοσύνης – το κατεξοχήν
ζήτημα ως προς το οποίο δύσκολα νοούνται
διαφοροποιήσεις εντός των πολιτικών
κομμάτων, προκειμένου αυτά να εξυπηρετούν
τη συνταγματική τους αποστολή. Η τήρηση
της συνταγματικής διαδικασίας παροχής
ψήφου εμπιστοσύνης αντιμετωπίζεται,
τέλος, ως πολιτική επιλογή και όχι ως
συνταγματική υποχρέωση.
Από
τα παραπάνω προκύπτει ότι η κατ’
αποτέλεσμα τήρηση των συνταγματικών
διαδικασιών δεν αρκεί για να εξασφαλίσει
θεσμική αρτιότητα. Η συνεπής τήρηση του
Συντάγματος δεν εναπόκειται στην καλή
πρόθεση του οποιουδήποτε. Η τήρηση του
γράμματος του Συντάγματος, με ταυτόχρονη
παραγνώριση της δικαιολογητικής βάσης
και του ουσιαστικού περιεχομένου των
θεμελιωδών αρχών του, συνιστά τελικά
καταστρατήγηση του Συντάγματος.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν.
Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου
Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ.
Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας
στην ίδια Σχολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου