Η Συμφωνία των Πρεσπών:
Επωφελής συμβιβασμός ή εθνική υποχώρηση;
Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο www.liberal.gr(Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019, 00:02)
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση στη Βουλή, για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών, οδήγησε σε σειρά αμφισβητήσεων, τόσο ως προς την ακολουθούμενη διαδικασία, όσο και ως προς την ουσία της συμφωνίας. Άλλες από τις αμφισβητήσεις αυτές αφορούν σε νομικά ζητήματα, ενώ άλλες αφορούν στην τελική αξιολόγηση της συμφωνίας, ως επωφελούς συμβιβασμού ή εθνικής υποχώρησης. Ειδικότερα:
1. Η θεσμική παραδοξότητα της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση στη βάση συμπράξεων με μεμονωμένους βουλευτές προκάλεσε συζητήσεις ως προς τη συγκρότηση της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων. Μια Κοινοβουλευτική Επιτροπή είναι όμως μικρογραφία της Βουλής. Δεδομένου ότι καμία Κοινοβουλευτική Ομάδα δεν διαθέτει σήμερα την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, τέτοια απόλυτη πλειοψηφία δεν νοείται ούτε σε μια κοινοβουλευτική Επιτροπή. Οι ανεξάρτητοι βουλευτές νοούνται άλλωστε, κατά τον Κανονισμό της Βουλής, ως μια ενιαία ομάδα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους από διαφορετικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Θα πρέπει, συνεπώς, να αντιμετωπίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η τήρηση των ανωτέρω κριτηρίων εμφανίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ιδιαιτέρως αμφίβολη.
2. Περαιτέρω, διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις ως προς την αναγκαία πλειοψηφία για την κύρωση της συμφωνίας. Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος που προβλέπει την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών μόνο στην περίπτωση αναγνώρισης αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών δεν επιτρέπει την αβασάνιστη εφαρμογή αυτής της διάταξης. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 3 του Συντάγματος που απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών προϋποθέτει περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας – με άλλα λόγια, προϋποθέτει, εν προκειμένω, την ένταξη στοιχείων ιστορίας και ταυτότητας στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
3. Σε κάθε περίπτωση, η Συμφωνία των Πρεσπών, ως συμφωνία που αφορά στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, εντάσσεται στις περιπτώσεις που δικαιολογούν είτε τη διάλυση της Βουλής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας (κατά το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος) είτε την προκήρυξη δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα (κατά το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η σχετική πρωτοβουλία μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να προέλθει μόνο από την Κυβέρνηση. Δεδομένου όμως ότι το επίμαχο ζήτημα δεν είχε καθόλου απασχολήσει την προεκλογική αντιπαράθεση προ των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, η ανάληψη της σχετικής πρωτοβουλίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαιτέρως σκόπιμη. Άλλωστε, στο πλαίσιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος το ενδεχόμενο αρνητικής λαϊκής ετυμηγορίας δεν αποτελεί ασφαλώς πειστικό αντεπιχείρημα.
4. Ως προς την ουσία του ζητήματος, δεν είναι ασύνηθες για μια διεθνή συμφωνία να βασίζεται σε αμοιβαίες υποχωρήσεις των συμβαλλομένων μερών, προκειμένου να επιτευχθεί ένας επωφελής συμβιβασμός. Συντρέχει εν προκειμένω μια τέτοια περίπτωση; Φοβούμαστε ότι αυτό συμβαίνει μόνο εκ πρώτης όψεως. Η ελληνική πλευρά υποχωρεί κατά το ότι αποδέχεται τη χρήση του όρου «Μακεδονία» στο πλαίσιο μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό. Από την άλλη πλευρά, η αποδοχή της σύνθετης ονομασίας στην ονομασία του γειτονικού κράτους, με ισχύ απέναντι σε όλους, γρήγορα αποδεικνύεται μερική και συνεπώς ατελής. Συνοδεύεται από αναφορές σε «μακεδονική γλώσσα», «μακεδονική υπηκοότητα», «μακεδονικό λαό», εμμέσως δε και σε «μακεδονικό έθνος» που καθιστούν τις υποχωρήσεις άνισες και τη συμφωνία ετεροβαρή.
5. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ως προς τις αναγκαίες τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση κύρωσης της συμφωνίας εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενισχύει ιδιαιτέρως τις ανωτέρω επιφυλάξεις όχι μόνο ως προς την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά ακόμη και ως προς την τήρηση της ίδιας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρώτον, οι τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ δεν θα τεθούν σε ισχύ πριν από την κύρωση του Πρωτοκόλλου ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Δεύτερον, δεν υφίσταται ένα ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο του αναθεωρημένου Συντάγματος της ΠΓΔΜ, με αποτέλεσμα να εγείρονται ερμηνευτικά ζητήματα ως προς τη σχέση των παλαιών με τις νέες διατάξεις. Τρίτον, η υπογραφή των σχετικών συνταγματικών τροποποιήσεων από τον Πρόεδρο της Βουλής της ΠΓΔΜ, αντί του Προέδρου της χώρας, δεν φαίνεται να έχει δεόντως εξετασθεί ως προς τη συνταγματική της σημασία. Με άλλα λόγια, η σπουδή ως προς την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή δεν επιτρέπει καν την αναγκαία προηγούμενη διακρίβωση ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που οφείλει να έχει προηγουμένως εκπληρώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις τις Συμφωνίας, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.
Κατά συνέπεια, πέρα και πάνω από διαδικαστικά ζητήματα, τα πραγματικά δεδομένα δεν επιτρέπουν δυστυχώς μια θετική αποτίμηση. Η Συμφωνία των Πρεσπών ενέχει στοιχεία μιας ετεροβαρούς συμφωνίας ενώ η ακολουθούμενη διαδικασία κύρωσης από την Ελλάδα δεν προστατεύει επαρκώς απέναντι στον κίνδυνο μη εφαρμογής των προβλέψεών της. Η επίλυση ενός ζητήματος που απασχολεί για δεκαετίες την εξωτερική πολιτική της χώρας μας είναι ασφαλώς σκόπιμη, αλλά όχι με κάθε τίμημα, που καλούμαστε να καταβάλουμε εμείς μονομερώς.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.
1. Η θεσμική παραδοξότητα της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση στη βάση συμπράξεων με μεμονωμένους βουλευτές προκάλεσε συζητήσεις ως προς τη συγκρότηση της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων. Μια Κοινοβουλευτική Επιτροπή είναι όμως μικρογραφία της Βουλής. Δεδομένου ότι καμία Κοινοβουλευτική Ομάδα δεν διαθέτει σήμερα την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, τέτοια απόλυτη πλειοψηφία δεν νοείται ούτε σε μια κοινοβουλευτική Επιτροπή. Οι ανεξάρτητοι βουλευτές νοούνται άλλωστε, κατά τον Κανονισμό της Βουλής, ως μια ενιαία ομάδα, ανεξαρτήτως της προέλευσής τους από διαφορετικές κοινοβουλευτικές ομάδες. Θα πρέπει, συνεπώς, να αντιμετωπίζονται όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η τήρηση των ανωτέρω κριτηρίων εμφανίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ως ιδιαιτέρως αμφίβολη.
2. Περαιτέρω, διατυπώθηκαν αμφισβητήσεις ως προς την αναγκαία πλειοψηφία για την κύρωση της συμφωνίας. Η γραμματική διατύπωση του άρθρου 28 παρ. 2 του Συντάγματος που προβλέπει την αυξημένη πλειοψηφία των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών μόνο στην περίπτωση αναγνώρισης αρμοδιοτήτων σε όργανα διεθνών οργανισμών δεν επιτρέπει την αβασάνιστη εφαρμογή αυτής της διάταξης. Από την άλλη πλευρά, η εφαρμογή του άρθρου 28 παρ. 3 του Συντάγματος που απαιτεί την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών προϋποθέτει περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας – με άλλα λόγια, προϋποθέτει, εν προκειμένω, την ένταξη στοιχείων ιστορίας και ταυτότητας στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
3. Σε κάθε περίπτωση, η Συμφωνία των Πρεσπών, ως συμφωνία που αφορά στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, εντάσσεται στις περιπτώσεις που δικαιολογούν είτε τη διάλυση της Βουλής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας (κατά το άρθρο 41 παρ. 2 του Συντάγματος) είτε την προκήρυξη δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα (κατά το άρθρο 44 παρ. 2 του Συντάγματος). Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η σχετική πρωτοβουλία μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να προέλθει μόνο από την Κυβέρνηση. Δεδομένου όμως ότι το επίμαχο ζήτημα δεν είχε καθόλου απασχολήσει την προεκλογική αντιπαράθεση προ των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, η ανάληψη της σχετικής πρωτοβουλίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ιδιαιτέρως σκόπιμη. Άλλωστε, στο πλαίσιο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος το ενδεχόμενο αρνητικής λαϊκής ετυμηγορίας δεν αποτελεί ασφαλώς πειστικό αντεπιχείρημα.
4. Ως προς την ουσία του ζητήματος, δεν είναι ασύνηθες για μια διεθνή συμφωνία να βασίζεται σε αμοιβαίες υποχωρήσεις των συμβαλλομένων μερών, προκειμένου να επιτευχθεί ένας επωφελής συμβιβασμός. Συντρέχει εν προκειμένω μια τέτοια περίπτωση; Φοβούμαστε ότι αυτό συμβαίνει μόνο εκ πρώτης όψεως. Η ελληνική πλευρά υποχωρεί κατά το ότι αποδέχεται τη χρήση του όρου «Μακεδονία» στο πλαίσιο μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό. Από την άλλη πλευρά, η αποδοχή της σύνθετης ονομασίας στην ονομασία του γειτονικού κράτους, με ισχύ απέναντι σε όλους, γρήγορα αποδεικνύεται μερική και συνεπώς ατελής. Συνοδεύεται από αναφορές σε «μακεδονική γλώσσα», «μακεδονική υπηκοότητα», «μακεδονικό λαό», εμμέσως δε και σε «μακεδονικό έθνος» που καθιστούν τις υποχωρήσεις άνισες και τη συμφωνία ετεροβαρή.
5. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε ως προς τις αναγκαίες τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ, προκειμένου να ενεργοποιηθεί η υποχρέωση κύρωσης της συμφωνίας εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας, ενισχύει ιδιαιτέρως τις ανωτέρω επιφυλάξεις όχι μόνο ως προς την επίτευξη της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, αλλά ακόμη και ως προς την τήρηση της ίδιας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Πρώτον, οι τροποποιήσεις στο Σύνταγμα της ΠΓΔΜ δεν θα τεθούν σε ισχύ πριν από την κύρωση του Πρωτοκόλλου ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Δεύτερον, δεν υφίσταται ένα ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο του αναθεωρημένου Συντάγματος της ΠΓΔΜ, με αποτέλεσμα να εγείρονται ερμηνευτικά ζητήματα ως προς τη σχέση των παλαιών με τις νέες διατάξεις. Τρίτον, η υπογραφή των σχετικών συνταγματικών τροποποιήσεων από τον Πρόεδρο της Βουλής της ΠΓΔΜ, αντί του Προέδρου της χώρας, δεν φαίνεται να έχει δεόντως εξετασθεί ως προς τη συνταγματική της σημασία. Με άλλα λόγια, η σπουδή ως προς την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή δεν επιτρέπει καν την αναγκαία προηγούμενη διακρίβωση ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που οφείλει να έχει προηγουμένως εκπληρώσει, σύμφωνα με τις διατάξεις τις Συμφωνίας, το άλλο συμβαλλόμενο μέρος.
Κατά συνέπεια, πέρα και πάνω από διαδικαστικά ζητήματα, τα πραγματικά δεδομένα δεν επιτρέπουν δυστυχώς μια θετική αποτίμηση. Η Συμφωνία των Πρεσπών ενέχει στοιχεία μιας ετεροβαρούς συμφωνίας ενώ η ακολουθούμενη διαδικασία κύρωσης από την Ελλάδα δεν προστατεύει επαρκώς απέναντι στον κίνδυνο μη εφαρμογής των προβλέψεών της. Η επίλυση ενός ζητήματος που απασχολεί για δεκαετίες την εξωτερική πολιτική της χώρας μας είναι ασφαλώς σκόπιμη, αλλά όχι με κάθε τίμημα, που καλούμαστε να καταβάλουμε εμείς μονομερώς.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου