Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας
Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή *
Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο www.thepresident.gr (Σάββατο 09 Μαρτίου 2019, 21:54)
Το τελευταίο διάστημα, το ζήτημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας ήλθε επανειλημμένα στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Η πρόταση μάλιστα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, προκειμένου να κατοχυρωθεί η θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών στην πρώτη ψηφοφορία στη Βουλή για τη διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης του Συντάγματος και τον καθορισμό των αναθεωρητέων διατάξεων. Είναι όμως αναγκαία η αναθεώρηση των συνταγματικών διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας;
Το ισχύον Σύνταγμα αφενός αναγνωρίζει ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα αυτή της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (άρθρο 3), αφετέρου προστατεύει τη θρησκευτική ελευθερία, τόσο ως ελευθερία διαμόρφωσης της θρησκευτικής συνείδησης όσο και ως ελευθερία εξωτερίκευσης της συνείδησης αυτής (άρθρο 13). Η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης συγκαταλέγεται μεταξύ των σκοπών της παιδείας (άρθρο 16 παρ. 2) ενώ το Σύνταγμα περιέχει τόσο μια γενική διάταξη ως προς τις προϋποθέσεις επιβολής όρκου (άρθρο 13 παρ. 5) όσο και ειδικές διατάξεις ως προς τον όρκο που δίνουν ο εκλεγμένος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι βουλευτές, πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους (άρθρα 33 παρ. 2 και 59, αντίστοιχα). Τόσο από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 3 όσο και από τη συστηματική σχέση της διάταξης αυτής προς την κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας στο άρθρο 13 προκύπτει ότι το Σύνταγμά μας αναγνωρίζει επικρατούσα θρησκεία, όχι όμως επίσημη θρησκεία. Ασφαλώς, η συνταγματική κατοχύρωση προσδίδει στον όρο «επικρατούσα θρησκεία» κανονιστικό περιεχόμενο. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το κανονιστικό περιεχόμενο προκύπτει από τις διατάξεις που προστατεύουν τη θρησκευτική ελευθερία, η οποία λειτουργεί ως όριο στην επικρατούσα θρησκεία. Συνεπώς, στη συνταγματική αναγνώριση της επικρατούσας θρησκείας θεμελιώνονται ο εορτασμός των εθνικών επετείων με δοξολογία σε ορθόδοξο ναό, ο καθορισμός εργασιακής αργίας σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση κάθε Κυριακή, η οργάνωση της ορθόδοξης εκκλησίας ως ν.π.δ.δ. και η συνακόλουθη κρατική μισθοδοσία του ορθόδοξου κλήρου.
Εάν το ελληνικό κράτος είναι θρησκευτικώς ουδέτερο, δεν νοείται η ύπαρξη επικρατούσας θρησκείας, έστω και με περιορισμένες νομικές συνέπειες. Οι έννομες συνέπειες της αναγνώρισης επικρατούσας θρησκείας είναι συγκεκριμένες και περιορισμένης έκτασης και συνδέονται με την ανάγκη εναρμόνισής της με τη συνταγματική προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Κατά συνέπεια, η πρόταση συνταγματικής κατοχύρωσης της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι συνάδει με τη διατήρηση της αναφοράς στην επικρατούσα θρησκεία. H ενδεχόμενη υιοθέτηση ταυτόχρονης κατοχύρωσης επικρατούσας θρησκείας και κρατικής θρησκευτικής ουδετερότητας παραπέμπει σε έναν πολιτικό συμβιβασμό που αρκείται στην παράταξη στο ίδιο συνταγματικό κείμενο μη συμβατών μεταξύ τους διατυπώσεων.
Θα ήταν όμως σκόπιμη μια συνταγματική αναθεώρηση που θα κατοχύρωνε τη θρησκευτική ουδετερότητα του Κράτους, καταργώντας τη σημερινή αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία; Ουσιαστικό όφελος, από την άποψη της πληρέστερης κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας, δεν θα υπήρχε. Ήδη τα τελευταία χρόνια, χάρη και στην επίδραση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχουν σημειωθεί αλλαγές στη νομοθεσία, τη νομολογία και τη διοικητική πρακτική προς αυτή την κατεύθυνση, σε ζητήματα όπως η ανέγερση ναών και ευκτηρίων οίκων ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, η έννοια της συνταγματικής απαγόρευσης του προσηλυτισμού ή η αποτέφρωση. Περαιτέρω αλλαγές μπορούν επίσης να εξετασθούν, χωρίς να προσκρούουν σε συνταγματικά εμπόδια. Ως προς τη θρησκευτική εκπαίδευση, το Σύνταγμα σε συνδυασμό με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλό της χαράσσουν ένα ευρύ πλαίσιο, εντός του οποίου μπορεί να κινηθεί ο νομοθέτης, κοινός και κανονιστικός, χωρίς να θεμελιώνεται και εδώ η ανάγκη συνταγματικής αναθεώρησης.
Περαιτέρω, η συνταγματική κατοχύρωση της θρησκευτικής ουδετερότητας του Κράτους όχι μόνο δεν θα ενίσχυε ουσιαστικά την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά θα οδηγούσε στην εξασθένηση αρχικά, και ακολούθως στην αναίρεση ενός κρίσιμου στοιχείου της ελληνικής εθνικής και συνταγματικής ταυτότητας. Δεν μπορεί να αναπτυχθεί εδώ ο ρόλος της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης τόσο κατά τη μακρά περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας όσο και στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821. H συνταγματική αναφορά στην επικρατούσα θρησκεία αντανακλά αυτή τη σύνδεση της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης με την ελληνική εθνική ταυτότητα. Η ανάγκη σεβασμού της εθνικής ταυτότητας δεν είναι όμως νομικά αδιάφορη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο, να σέβεται την εθνική ταυτότητα των κρατών μελών που είναι συμφυής με τη θεμελιώδη πολιτική και συνταγματική τους δομή (άρθρο 4 παρ. 2 Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως ισχύει μετά από τη Συνθήκη της Λισαβόνας). Στον ευρωπαϊκό νομολογιακό διάλογο των τελευταίων ετών, μεταξύ εθνικών, ανωτάτων ή συνταγματικών, και ευρωπαϊκών δικαστηρίων, η εθνική ταυτότητα των κρατών μελών φαίνεται να εγείρει όρια στην αρχή της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου. Πολύ περισσότερο η ανάγκη σεβασμού της εθνικής ταυτότητας πρέπει να γίνεται σεβαστή από τον εθνικό αναθεωρητικό νομοθέτη.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν τεκμηριώνεται η ανάγκη αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος. Ανάλογα με την ειδικότερη διαμόρφωσή της, η υιοθέτηση μιας τέτοιας πρότασης είτε εγκυμονεί τον κίνδυνο συνταγματοποίησης ανούσιων πολιτικών συμβιβασμών είτε δεν συνάδει με την ανάγκη σεβασμού της εθνικής ταυτότητας, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί ιστορικά. Σε καμία περίπτωση, πάντως, δεν φαίνεται να συμβάλλει ουσιαστικά στην αποτελεσματικότερη προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου