Ποινική «απεύθυνση» και Σύνταγμα
Των Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη και Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή*
Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο www.liberal.gr (Κυριακή 17 Μαρτίου 2019, 00:03)
Τη νομική επικαιρότητα των τελευταίων ημερών απασχολεί η συζήτηση για τα σχέδια του νέου Ποινικού Κώδικα και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Από το δημόσιο διάλογο απουσιάζει όμως η τεκμηρίωση των προτεινόμενων αλλαγών ή η αναφορά σε συγκριτικά στοιχεία, σε σχέση προς τα ισχύοντα σε άλλες έννομες τάξεις. Η τεκμηρίωση αυτή είναι άλλωστε αναγκαία τόσο για τη διασφάλιση του δημοσίου διαλόγου μεταξύ πολιτών και φορέων όσο και για τις διάφορες φάσεις της κοινοβουλευτικής συζήτησης.
Ο νομοθέτης δεν νομοθετεί εν κενώ, αλλά οφείλει να εξειδικεύει, ιδίως σε ζητήματα ποινικού δικαίου και ποινικής δικονομίας, που αποτελούν καθ’ολοκληρίαν δημόσιο δίκαιο, τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις. Η εν λόγω εξειδίκευση πρέπει να εκτείνεται και στις δύο μείζονες ομάδες κανόνων του Συντάγματος, δηλαδή και ως προς τη διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, αλλά και ως προς την κρατική υπόσταση και οντότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ο νομοθέτης οφείλει επίσης να λαμβάνει δημιουργικά υπόψη του και να εντάσσει στα νομοσχέδιά του ρυθμίσεις που απορρέουν από διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος που θεσπίζονται στο πλαίσιο του δημοσίου διεθνούς και του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου. Ειδικότερα:
1. Ο κοινός νομοθέτης δεν είναι νομικώς αδέσμευτος ως προς την επιλογή των πράξεων και παραλείψεων που τυποποιεί ως εγκλήματα. Η ποινικοποίηση μιας συμπεριφοράς, ως αποδοκιμασία της έννομης τάξης, επιτρέπεται υπό την προϋπόθεση ότι ρυθμίζει περιπτώσεις ιδιαίτερης κοινωνικής και ηθικής απαξίας, οι οποίες προσβάλλουν, αμέσως ή εμμέσως, συνταγματικά αγαθά. Κρίσιμος συνταγματικός παράγοντας για την επιμέτρηση της ποινής που επιβάλλεται σε ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά είναι η αρχή της αναλογικότητας. Συνεπώς, η νομοθετική επανεξέταση ως προς την ύπαρξη ή μη ανάγκης για την ποινική τιμωρία μιας πράξης ή παράλειψης είναι καταρχάς θεμιτή και επιβεβλημένη.
2. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα θεμελιώδη δικαιώματα, κατά τη συνεπέστερη ερμηνευτική προσέγγιση, δεν κατοχυρώνουν μόνο την υποχρέωση αποχής του κράτους, αλλά και την υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων προστασίας αυτών. Έννομα αγαθά όπως η ζωή, η τιμή, η σωματική ακεραιότητα και η γενετήσια ελευθερία προστατεύονται από τον ποινικό νομοθέτη λόγω της συνταγματικής κατοχύρωσής τους, στοιχείο που επιβάλλει στο νομοθέτη να θεσπίσει λεπτομερή ποινική προστασία τους. Η ίδια υποχρέωση προστασίας ενεργοποιείται και σε σχέση με άλλα θεμελιώδη δικαιώματα, όπου η υποχρεωτικότητα των ποινικών κυρώσεων φαίνεται λιγότερο αυτονόητη.
Για παράδειγμα, τα κρατικά όργανα υποχρεούνται στη λήψη αποτελεσματικών θετικών μέτρων προστασίας του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, περιλαμβανομένων και ποινικών κυρώσεων, απέναντι σε όσους εμποδίζουν την άσκηση αυτού του δικαιώματος. Η έκταση της συνταγματικής αυτής προστασίας δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, αλλά προσδιορίζεται στη βάση κριτηρίων που προσιδιάζουν στην αρχή της αναλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου περί συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων, η θετική προστασία – και άρα και η ποινική κύρωση – δεν επιτρέπεται να μειώνονται κάτω από ένα ανεκτό όριο. Πρόκειται για το λεγόμενο Untermassverbot της γερμανικής συνταγματικής θεωρίας.
3. Προκειμένου να αξιολογηθούν νομοθετικές καινοτομίες, στο επίπεδο του ουσιαστικού ποινικού νόμου, απαιτείται να ληφθεί υπόψη η μειωμένη δυνατότητα νομοθετικού διαπλαστικού περιθωρίου ως προς τη χρονική έκταση εφαρμογής των νέων διατάξεων. Eπιεικέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις καταλαμβάνουν και ήδη εκκρεμείς υποθέσεις, εφαρμόζονται δηλαδή αναδρομικά. Η αναδρομική εφαρμογή της επιεικέστερης ποινικής διάταξης προκύπτει από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και δεν μπορεί να αποκλεισθεί ακόμη και με ρητή νομοθετική διάταξη. Εφόσον ο νομοθέτης καταλήγει πλέον σε επιεικέστερη αντιμετώπιση ενός εγκλήματος, η νέα αυτή νομοθετική κρίση υποχρεωτικά καταλαμβάνει και εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί υπό την ισχύ της προηγούμενης νομοθεσίας.
4. Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη προσεκτικής μελέτης των επιμέρους νομοθετικών τροποποιήσεων και της δικαιολογητικής τους βάσης. Η ανάγκη εξορθολογισμού των εγκληματικών συμπεριφορών και των ποινών που αναλογούν σε αυτές μπορεί να είναι συνταγματικά επιτρεπτή ή και επιβεβλημένη. Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει πάντοτε να διασφαλίζεται η πρόβλεψη ποινικών κυρώσεων, στο βαθμό που αυτό παραμένει απαραίτητο για την αποτελεσματική προστασία συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
5. Ασφαλώς, οι προτεινόμενες αλλαγές εγείρουν προβληματισμούς και σε άλλα σημεία, όπως η εισαγωγή ή διεύρυνση θεσμών ποινικής συνδιαλλαγής, ποινικής διαπραγμάτευσης, της ποινικής διαταγής και της αποχής από την ποινική δίωξη. Πρόκειται για καινοτομίες που δεν πρέπει να απορριφθούν εκ των προτέρων, δεν παύουν όμως να αλλάζουν ριζικά μακροχρόνιες αντιλήψεις ως προς τον τρόπο λειτουργίας των ποινικών δικαστηρίων στην Ελλάδα.
6. Το ποινικό δίκαιο είναι έλλογη, θεσμοθετημένη, δηλαδή ρυθμισμένη, ανθρώπινη βία εντός της κοινωνίας, προκειμένου αυτή να λειτουργεί. Ενόψει της ανωτέρω διαπίστωσης, παρατηρητέο ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις σχετικά με ζητήματα όπως η ελαφρύτερη αντιμετώπιση της κατοχής εκρηκτικών υλών, της διατάραξης των συνεδριάσεων συλλόγων, της υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, των προπαρασκευαστικών πράξεων της εσχάτης προδοσίας και της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης αντί να ενδυναμώνουν, εξασθενούν πληθώρα συνταγματικών διατάξεων.
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να επισημανθεί τούτο: Η επιεικέστερη διαμόρφωση της ποινικής νομοθεσίας μπορεί να είναι σκόπιμη ή και αναγκαία, δεν είναι όμως αυτοσκοπός. Όταν συμβαίνει το τελευταίο, υφίσταται ο κίνδυνος αρνητικών συνεπειών για την ποιότητα του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
* Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και ο κ. Στυλιανός-Ιωάννης Γ. Κουτνατζής Λέκτορας στην ίδια Σχολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου