“ Η χρηματοδότηση των
κομμάτων στην ελληνική και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις”
Του Κωνσταντίνου Γ. Μουρτοπάλλα*
Σχεδιάγραμμα
Ι.
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
ΙΙ.
Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην αλλοδαπή
Α. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Γερμανία
Β. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Γαλλία
Γ. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στις ΗΠΑ
ΙΙΙ.
Η εφαρμογή του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη
ΙV. Η αποτίμηση του θεσμού
Α. Προτάσεις de constitutione ferenda
B. Προτάσεις de lege ferenda
V. Επίμετρο
Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν τον βασικό θεσμό συναίρεσης της κοινωνίας
και του κράτους. Το φαινόμενο, ωστόσο, της πολιτικής ομαδοποίησης και της συσσωμάτωσης
προς επιδίωξη κοινού στόχου δεν είναι φαινόμενο που εντοπίζεται περί το τέλος
του 18ου αιώνα, όταν και καταγράφεται ένας εκ των πρώτων ορισμών[1]
του πολιτικού κόμματος.
Στην ελληνική αρχαιότητα απαντάται η εμφάνιση των φρατριών[2]
και στη ρωμαϊκή περίοδο η curia
και η factio[3] που λειτουργούν ως υποδοχείς
κοινωνικών συμφερόντων.
Η ελευθερία ένωσης[4],
που αποτέλεσε το συνταγματικό θεμέλιο για την προαγωγή πολιτικών και
επαγγελματικών στόχων, αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε με αποτέλεσμα να μην
περιληφθεί στην Γαλλική Διακήρυξη δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη. Αντανάκλαση της αντίληψης ότι
δεν δύναται να υπάρξουν “ενδιάμεσες βουλήσεις[5]”
παρά μόνο η γενική βούληση αποτέλεσε ο νόμος της 17ης. 06.1791[6].
Παρά ταύτα, η εξέλιξη της δημοκρατίας, η διεύρυνση του εκλογικού σώματος και η
εδραίωση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος ενθάρρυνε τις πολιτικές
ομαδοποιήσεις, ιδίως, στην μητέρα του κοινοβουλευτισμού, Μεγάλη Βρετανία, με
την εμφάνιση των πρώτων κομμάτων Tories και Whigs[7]. Η κρατούσα αντίληψη περί μη
σύμπτωσης των βουλήσεων κράτους και κοινωνίας καθυστέρησε την συνταγματική
υποδοχή του κομματικού φαινομένου, τo οποίο, κατά την γνωστή φράση του H. Triepel[8], πρώτα πολεμήθηκε, ύστερα
αγνοήθηκε, έπειτα αναγνωρίστηκε και εν τέλει ενσωματώθηκε στα Συντάγματα των ευρωπαϊκών
κρατών.
Εξαίρεση δεν αποτελεί η ελληνική περίπτωση, η οποία παρά την δράση
διαφόρων ομάδων με πολιτική χροιά, ήδη κατά την περίοδο των επαναστατικών
συνταγμάτων[9],
δεν εισήγαγε σε κανένα εκ των ισχυσάντων Συνταγμάτων ειδική πρόβλεψη για την
ίδρυση πολιτικού κόμματος. Μόνο το Σύνταγμα του 1927[10]
προέβλεπε την, κατ’ αναλογία της δυνάμεως των κομμάτων, σύνθεση των νομοθετικών
και εξεταστικών επιτροπών. Αλλά και η δέσμευση του Γεωργίου του Α’ το 1875 να
αναθέτει τον σχηματισμό Κυβέρνησης στον πολιτικό που διέθετε την δεδηλωμένη
εμπιστοσύνη[11]
της Βουλής, προϋπέθετε την ύπαρξη, έστω μίας στοιχειώδους, συλλογικής οργάνωσης
των αντιπροσώπων. Ουσιαστικά, η λειτουργία του πολιτικού κόμματος υπήρξε
προϊόν, μέχρι και το 1975, της συνδυαστικής ερμηνείας της ελευθερίας της
έκφρασης και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι[12].
Με το Σύνταγμα του 1975, υπήρξε η αποκατάσταση του χάσματος μεταξύ
τυπικού Συντάγματος και πολιτικής πραγματικότητας[13]
με την πανηγυρική υποδοχή του κομματικού φαινομένου στο corpus του Συντάγματος. Επακόλουθο της
συνταγματικής κατοχύρωσης της ελευθερίας ίδρυσης πολιτικού κόμματος αποτέλεσε
το ζήτημα της χρηματοδότησής τους, το οποίο συνδέεται με την φυσιογνωμία του
εκάστοτε πολιτικού συστήματος.
II. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην αλλοδαπή
Οι ιδιαιτερότητες της κάθε
συνταγματικής τάξης καθώς και άλλοι συνταγματικοί ή και εν γένει
δικαιοπολιτικοί παράγοντες συγκαθορίζουν
την κατάστρωση του θεσμού της κρατικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων.
Για παράδειγμα, στην Ευρώπη[14]
(πχ. Γαλλία, Γερμανία) όπου προεξάρχοντα ρόλο στο πολιτικό και πολιτειακό
σύστημα διαδραματίζουν τα πολιτικά κόμματα, η χρηματοδότηση των κομμάτων
οργανώνεται, κυρίως, με στόχο την ενίσχυσή τους σε συνθήκες διαφάνειας και
αυστηρών ελέγχων που διασφαλίζουν τη γνήσια έκφραση της λαϊκής θέλησης.
Αντιθέτως, στις Η.Π.Α[15]
το κέντρο βάρους μετατίθεται στα πρόσωπα που διεκδικούν την εκλογή σε ένα
δημόσιο αξίωμα, ώστε η οικονομική ενίσχυση να αφορά, κυρίως, τους υποψηφίους.
Στην παρούσα ενότητα, επιχειρείται η παρουσίαση και επισκόπηση των
βασικών συνταγματικών και νομοθετικών επιλογών άλλων εννόμων τάξεων σχετικών με
την χρηματοδότηση των κομμάτων.
II. A. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στη
Γερμανία
Η γερμανική έννομη τάξη χαρακτηρίζεται ως κομματική δημοκρατία ή ως
“κράτος των κομμάτων”[16] (Parteinstaat), όπου οι αρχές του ελεύθερου
πολιτικού ανταγωνισμού του πολυκομματισμού[17]
και της παροχής ίσων δυνατοτήτων[18]
στα πολιτικά κόμματα τελούν σε μία κανονιστική ισορροπία. Ο πρωτεύων ρόλος των
κομμάτων για την εδραίωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, που αναγνωρίζεται
στη Γερμανία ήδη από την εποχή της Βαϊμάρης[19],
οι προαναφερθείσες αρχές, η κανονιστική πυκνότητα του άρθρου 21 του Θεμελιώδους
Νόμου[20]
της Βόννης και η δυναμική νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού
Δικαστηρίου (εφεξής ΓΟΣΔ) διαμορφώνουν εν πολλοίς τις επιλογές του Γερμανού
νομοθέτη που αφορούν την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Παρά την
λειτουργική ενσωμάτωση των κομμάτων στην γερμανική έννομη τάξη, το Ομοσπονδιακό
Συνταγματικό Δικαστήριο μέχρι και το 1993 θεωρούσε πως η άμεση χρηματική
ενίσχυση των κομμάτων δεν είναι συνταγματική[21].
Συγκεκριμένα, διέκρινε μεταξύ της κρατικής επιχορήγησης, η οποία καλύπτει το
σύνολο των δραστηριοτήτων ενός πολιτικού κόμματος, και των εκλογικών δαπανών,
οι οποίες συνέχονται με τον προεκλογικό αγώνα και ευρύτερα τις ανάγκες που
αναφύονται κατά την προεκλογική περίοδο. Η διάκριση αυτή υπήρξε δογματικό
απότοκο του διαχωρισμού μεταξύ κρατικής και λαϊκής βούλησης. Από την μεταβολή της νομολογίας του ΓΟΣΔ[22]
και τη θέση σε ισχύ του νόμου για την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων (Parteiengesetz[23]), η επιχορήγησή τους καταλαμβάνει
το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι
οι νόμοι της περιόδου 1959 – 1965[24]
προέβλεπαν την χρηματοδότηση μόνο των κομμάτων που εκπροσωπούνταν στην
Ομοσπονδιακή Βουλή. Δεδομένου ότι δεν ελήφθη υπόψη ένα ενιαίο κριτήριο, που να
εξασφαλίζει με λελογισμένο και αναλογικό τρόπο την προεκλογική ενίσχυση των
κομμάτων, το ΓΟΣΔ[25]
έκρινε ασύμβατες τις εν λόγω νομοθετικές πρωτοβουλίες με τον Θεμελιώδη Νόμο της
Βόννης, ώστε δικαιούχοι της κρατικής ενίσχυσης για τις προεκλογικές δαπάνες να
θεωρούνται όλα τα κόμματα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, προσδιορίζονται και σήμερα τα όρια που θεσπίζει ο Γερμανός
νομοθέτης προκειμένου ένα κόμμα να καταστεί δικαιούχος της κρατικής
χρηματοδότησης. Επειδή, το ΓΟΣΔ[26]
κρίνει πως η κρατική χρηματοδότηση συνάπτεται με την λειτουργική αποστολή των
κομμάτων και ως συνταγματικών θεσμών και ως κοινωνικών δρώντων, οι αρχές που εν
προκειμένω θεωρούνται υπέρτερης σημασίας έναντι άλλων είναι η αρχή της ίσης
μεταχείρισης των πολιτικών κομμάτων και του πολυκομματισμού. Για τον λόγο αυτό,
αν και αρχικά το όριο πρόσβασης που ετέθη ανερχόταν σε 2,5% των ψήφων στις
ομοσπονδιακές εκλογές και στις ευρωεκλογές, όπως και στην αντίστοιχη περίπτωση
του εκλογικού ορίου που θεσπίζεται για τις ευρωεκλογές, ανέρχεται πλέον σε 0,5%
των ψήφων. Εν αντιθέσει με το υψηλό εκλογικό όριο για την είσοδο στην
Ομοσπονδιακή Βουλή λόγω της ανάγκης σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων[27],
στην περίπτωση της κρατικής χρηματοδότησης κύριος στόχος είναι ο εμπλουτισμός
και ανανέωση του κομματικού συστήματος
στο οποίο μετέχουν και εξωκοινοβουλευτικοί δρώντες οι οποίοι, ωστόσο, διαθέτουν
τα μέσα αφενός γα τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας και αφετέρου για τη
διαμόρφωση της λαϊκής βούλησης.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη καινοτομία του Γερμανού νομοθέτη είναι η τέλεια
ισορροπία μεταξύ κρατικής χρηματοδότησης και ιδιωτικής[28].
Συγκεκριμένα, συναρθρώνονται η εκλογική επίδοση με την κοινωνική απήχηση των
κομμάτων που εμφαίνονται η μεν πρώτη από την λαϊκή ετυμηγορία, η δε δεύτερη από
την εξεύρεση ιδιωτικών πόρων. Εν ολίγοις, εφαρμόζεται κυριολεκτικώς η αρχή “every vote counts”, καθώς το ύψος της χρηματοδότησης
διαμορφώνεται από τον αριθμό των ψήφων και τους πόρους ιδιωτικής προέλευσης.
Την ιδιωτική χρηματοδότηση, και ειδικότερα μία μορφή αυτής ενθαρρύνει και ο
ίδιος ο νόμος, ο οποίος θεσπίζει καθεστώς φοροαπαλλαγών[29]
στις δωρεές προς τα κόμματα.
Τέλος, η διαφάνεια των οικονομικών των κομμάτων καθώς και ο έλεγχος τους
διασφαλίζεται με έναν πολυεπίπεδο ελεγκτικό μηχανισμό, συναποτελούμενο από
εσωτερικά και εξωτερικά όργανα, τα οποία συνιστούν την "αρχή των τεσσάρων
ματιών"[30].
Συγκεκριμένα, το πρώτο στάδιο ελέγχου είναι ενδοκομματικό. Το δεύτερο στάδιο,
συνίσταται στη διμερή συνεργασία οικονομικών επιθεωρητών ή ορκωτών λογιστών με
τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Βουλής. Το τρίτο στάδιο, εμπίπτει εξ ολοκλήρου
στην αρμοδιότητα του Προέδρου της Βουλής και το τελευταίο στάδιο, αφορά τον
δικαστικό έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων από το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό
Συνέδριο[31].
IΙ. Β. Η χρηματοδότηση των κομμάτων
στην Γαλλία
Στην Γαλλία, οι απόψεις του πολίτη της Γενεύης Ζ. Ζ. Ρουσσώ[32]
που εγκόλπωσαν, ιδίως, τα γαλλικά επαναστατικά Συντάγματα και, όπως
μνημονεύθηκε ανωτέρω, ανάγονται στην πρωταρχία της γενικής βούλησης (volonté générale) επηρέασαν την γαλλική δημοκρατία επί μακρόν,
η οποία απέστη από την θέσπιση νόμου για την κρατική χρηματοδότηση των
κομμάτων, παραχωρώντας τους ένα ευρύ πεδίο αυτονομίας και δράσης.
Η μεταστροφή του Γάλλου νομοθέτη υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας
αντιμετώπισης των φαινομένων εκφυλισμού του πολιτικού συστήματος, η οποία έλαβε
τον χαρακτήρα της ηθικοποίησης της πολιτικής ζωής[33]
(moralisation
de la vie poltique). Η μεταρρύθμιση αυτή δεν έμεινε
απλά στη σφαίρα του πολιτικού δέοντος, αλλά υλοποιήθηκε με την θέσπιση του
οργανικού νόμου,
ο οποίος μαζί με τον εκλογικό κώδικα συναπαρτίζουν το θεσμικό πλαίσιο που
διέπει την χρηματοδότηση των κομμάτων στη Γαλλία.
Την κρατική χρηματοδότηση, ως βασική πηγή εσόδων, έκρινε συμβατή με τα
άρθρα 2 και 4 του Γαλλικού Συντάγματος[35]
και το Συνταγματικό Συμβούλιο[36],
το οποίο απεφάνθη πως ο τρόπος κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης πρέπει να
λαμβάνει υπόψη τις αρχές της ισότητας των πολιτικών κομμάτων, της
αναλογικότητας, μέσω της πρόβλεψης αντικειμενικών κριτηρίων, και την ανάγκη
προστασίας της πολυφωνίας και της ελευθερίας της πολιτικής έκφρασης είτε
συλλογικώς είτε ατομικώς.
Η κατανομή της χρηματοδότησης[37]
διαρθρώνεται βάσει ενός μεικτού κριτηρίου, το οποίο συνδέει την κοινοβουλευτική
παρουσία ενός κόμματος με τα εκλογικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, η κατανομή,
κατά το ήμισυ, γίνεται με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα για την ανάδειξη
αντιπροσώπων στην Εθνοσυνέλευση, όπου απαιτείται συγκέντρωση του 1% των ψήφων
τουλάχιστον σε πενήντα περιφέρειες. Μόνο
στην περίπτωση που ένα κόμμα πληροί την ως άνω προϋπόθεση λαμβάνει και το
υπόλοιπο μέρος της χρηματοδότησης, ανάλογα με την εκλογική του δύναμη. Δι’
αυτού του τρόπου, περιορίζεται ο αριθμός
των δικαιούχων της χρηματοδότησης. Ωστόσο, το Συνταγματικό Συμβούλιο έταμε[38]
σχετικές διαφορές, αποφαινόμενο ότι το σύστημα κατανομής είναι συνταγματικό,
θεμελιωμένο σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια.
Άξια αναφοράς είναι η σύνδεση της κατανομής της χρηματοδότησης με την
προώθηση της πολιτικής ισότητας των γυναικών και τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ
αυτών. Συγκεκριμένα, με την αναθεώρηση του γαλλικού Συντάγματος το 1999[39]
και την κατοχύρωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και στο πεδίο των
πολιτικών ελευθεριών, ο εκλογικός νόμος, συγκεκριμενοποιώντας τα θετικά αυτά
μέτρα, προέβλεψε την υποχρεωτική συμμετοχή συγκεκριμένου αριθμού υποψήφιων
γυναικών στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, σε διάφορες εκλογικές διαδικασίες, τα
οποία, εάν δεν συμμορφωθούν προς αυτά, στερούνται ποσοστών της χρηματοδότησής
τους.
Μια διαφοροποιημένη, αλλά εξίσου μοναδική, ιδιαιτερότητα με την ελληνική
περίπτωση ανευρίσκεται και στην γαλλική έννομη τάξη, η οποία απαγορεύει[40]
τη χρηματοδότηση από νομικά πρόσωπα με τη μορφή των δωρεών. Η απαγόρευση αυτή,
αποτελεί προϊόν της στάθμισης μεταξύ του κινδύνου κρατικοποίησης των κομμάτων
και προστασίας τους από τον εναγκαλισμό με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Η επιλογή
του νομοθέτη να αποκλείσει μία μορφή χρηματοδότησης εναρμονίζεται με τη βούλησή
του, η οποία έγκειτο στην απεμπλοκή των κομμάτων από τους πόρους ιδιωτικής
προέλευσης. Για τον λόγο αυτό, προβλέπονται και άλλες δικλείδες ασφαλείας, όπως
η άρση της ανωνυμίας των δωρητών για ποσά άνω των 150 ευρώ[41],
καθώς και η εξομοίωση του μη αποπληρωθέντος δανείου με δωρεά.
Η γαλλική παράδοση της πρόβλεψης μηχανισμών διοικητικού ελέγχου
επιβεβαιώνεται και στην επιλογή του νομοθέτη να αναθέσει τον έλεγχο της χρηματοδότησης
των κομμάτων σε μία ανεξάρτητη διοικητική αρχή διαθέτουσα[42]
τα εχέγγυα της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας. Η φύση της
αρχής δεν προβλέφθηκε με ρητό τρόπο, αλλά υπήρξε προϊόν νομολογιακής
επεξεργασίας από το Συνταγματικό Συμβούλιο και το Conseil d'État[43].
Λειτουργεί ως αντίβαρο έναντι σε κάθε λειτουργία , είτε την εκτελεστική είτε
τη νομοθετική, καθώς η εννεαμελής σύνθεσή της είναι αμιγώς δικαστική και ο
διορισμός των μελών γίνεται ισαρίθμως από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της
Επικρατείας, τον πρώτο Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τον πρώτο Πρόεδρο του
Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι αποφάσεις της ελέγχονται δικαστικά με τη θέσπιση του
ενδίκου βοηθήματος της προσφυγή.
ΙΙ.
Γ. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Αμερική
Χαρακτηρισμένες ως «δημοκρατία των ενώσεων»[44],
οι Η.Π.Α διαθέτουν ομοσπονδιακό νόμο[45]
για την εκλογική χρηματοδότηση, η οποία είναι μόνο ιδιωτική. Η ιδιωτική
χρηματοδότηση των κομμάτων, συνδέεται με την πρώτη τροποποίηση του αμερικανικού
Συντάγματος[46]
με την οποία η ελευθερία της έκφρασης ανάγεται σε παλλάδιο όλων των ελευθεριών.
Η ιδιωτική, επομένως, χρηματοδότηση από φυσικά και νομικά πρόσωπα, συνιστά
μορφή έκφρασης πολιτικού λόγου και συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας. Ήδη,
από το 1948[47]
το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α αναγνώρισε σε ενώσεις προσώπων αλλά και
επιχειρήσεις το δικαίωμα πολιτικής έκφρασης , το οποίο, ωστόσο, τελούσε υπό το
σεβασμό της βούλησης και των μελών τους που, ενδεχομένως, να διαφωνούσαν με
συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Το Δικαστήριο νομολόγησε πως η ιδιωτική
χρηματοδότηση από νομικά πρόσωπα είναι επιτρεπτή όταν το νομικό πρόσωπο
διαχωρίζει ένα σύνολο περιουσίας[48]
που διοχετεύεται ειδικά προς την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.
Πλην της απευθείας διάθεσης ποσού, επιτρέπεται εξίσου και η καταβολή
δαπανών που σχετίζονται με την προεκλογική επικοινωνία. Η ανάγκη προστασίας της
γνησιότητας της έκφρασης της λαϊκής θέλησης, της ελεύθερης βούλησης των
εκλογέων και της αποτροπής της χειραγώγησής τους υπήρξαν η αιτιολογική βάση της
Bipartisan
Campaign
Reform
Act[49], η οποία ρυθμίζει κατά ένα
ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο τον προεκλογικό πολιτικό ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, η
ραδιοτηλεοπτική προβολή των υποψηφίων οριοθετείται σε χρονικό διάστημα εξήντα ή
τριάντα ημερών πριν την εκλογική αναμέτρηση, και πρέπει να αφορά συγκεκριμένο
υποψήφιο. Για την τήρηση των ως άνω, αρμόδια είναι η Ομοσπονδιακή Εκλογική
Επιτροπή (FEC).
Τα ζητήματα αυτά απασχόλησαν και την σημαίνουσα νεώτερη νομολογία και
ειδικότερα την απόφαση Citizens vs
FEC[50], με την οποία κρίθηκε ότι ο
πολιτικός λόγος των νομικών προσώπων εξομοιούται με τον πολιτικό λόγο των
φυσικών προσώπων, κι επίσης ότι προεκλογική ενίσχυση, μέσω των πολιτικών
επικοινωνίας, υπόκειται σε περιορισμούς χάριν προστασίας δημοσίου συμφέροντος.
Ωστόσο, λόγω της ισχυρής μειοψηφίας[51]
και της παλαιότερης νομολογίας[52]
του Ανώτατου Δικαστηρίου, η πλήρης εξομοίωση του πολιτικού λόγου των
επιχειρήσεων με τον πολιτικό λόγο των φυσικών προσώπων είναι ερμηνευτική
ακροβασία καθόσον οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζουν ποιοτικές και κανονιστικές
διαφορές. Η κυριότερη εξ αυτών, δηλαδή η εκδήλωση πολιτικού λόγου μέσω της
χρηματοδότησης προέρχεται μόνο από τα νομικά πρόσωπα. Ο διαβρωτικός ρόλος μιας
άμετρης χρηματοδότησης, η νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, και η διαμόρφωση
της πολιτικής μέσω της άσκησης επιρροής από τις επιχειρήσεις (lobbying) αποτελούν ικανή και αναγκαία
συνθήκη για την θέσπιση αυστηρότερων περιορισμών που άπτονται των πεδίων των
άμεσων και των προεκλογικών δαπανών. Άλλωστε, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών
μέσων ενημέρωσης και η υπερενίσχυση της προβολής από τα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, όπως επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη περίπτωση της Cambridge Analytica[53], επιτάσσουν την ανάκτηση της κατίσχυσης
του δημοκρατικού ελέγχου έναντι των αδιαφανών χρηματικών ροών, για τις
οποίες δεν ισχύει το pecunia non
olet.
IIΙ. Η εφαρμογή του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη
Το
δίκαιο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή
το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την χρηματοδότησή τους, κατηγοριοποιείται χρονικά
σε τρείς νομοθετικές ρυθμίσεις . Νομοθετική αφετηρία αποτέλεσε η ψήφιση του
εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 1443/1984[54],
η νομολογιακή επεξεργασία που υπέστη[55],
το πλαίσιο ερμηνείας για τους κρίσιμους ορισμούς που διαμορφώθηκε από το Συμβούλιο
της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) και, ακολούθως, οι σημειακές τροποποιήσεις της,
τις οποίες διαδέχθηκε η δεύτερη περίοδος του δικαίου των οικονομικών των
πολιτικών κομμάτων. Η συγκεκριμένη περίοδος εγκαινιάστηκε με τη θέσπιση των
κανόνων δεύτερης γενιάς του ν. 2429/1996[56].
Η εν πολλοίς μαξιμαλιστική αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, η οποία
συμπεριέλαβε και την εκ βάθρων αλλαγή του άρθρου 29 παρ. 2 Συντ[57].,
επιτάχυνε τη μετάβαση στους κανόνες τρίτης γενιάς, οι οποίοι εισήχθησαν με το
ν. 3023/2002. Ο συγκεκριμένος νόμος εξειδίκευσε τις επιλογές του αναθεωρητικού
νομοθέτη.
Και στις τρεις ρυθμίσεις του ς δικαίου των οικονομικών των πολιτικών
κομμάτων, ο κοινός νομοθέτης, για την κατάστρωση των προϋποθέσεων κατανομής,
τόσο της τακτικής όσο και της εκλογικής κρατικής χρηματοδότησης, έλαβε υπόψη
αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια. Κρίθηκε[58]
επανειλημμένως ότι τα κριτήρια αυτά που ανάγονται στην κοινοβουλευτική
εκπροσώπηση και στην υπολογίσιμη εκλογική δύναμη είναι συνταγματικώς θεμιτά.
Συγκεκριμένα, δικαιούχοι[59]
της τακτικής χρηματοδότησης είναι κατά σειρά όσα πολιτικά κόμματα διαθέτουν
βουλευτές στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό
Κοινοβούλιο ή κατήλθαν στο 70% των βασικών εκλογικών περιφερειών,
συγκεντρώνοντας αριθμό ψήφων τουλάχιστον με το 1,5% των έγκυρων ψηφοδελτίων της
επικράτειας. Βασικό επιχείρημα της
αντίθετης άποψης είναι ότι με τον τρόπο αυτό αποκλείονται αρκετοί πολιτικοί
σχηματισμοί, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες «τσιμεντοποίησης» (petrification) του πολιτικού συστήματος. Η εν
λόγω άποψη, ωστόσο, παραγνωρίζει τον σκοπό της τακτικής κρατικής
χρηματοδότησης, η οποία συνδέεται τόσο με τη λειτουργική όσο και με την
κοινωνική αποστολή των κομμάτων, ώστε να
συνεκτιμάται τόσο η πολιτική τους υπόσταση[60]
όσο και η κοινωνική τους ρίζωση. Όπως έχει, προσφυώς, παρατηρηθεί[61]
είναι εν τοις πράγμασι ανέφικτη η χρηματοδότηση κάθε σχηματισμού ή ομάδας που
αυτοαποκαλείται “κόμμα”, η οποία θα οδηγούσε σε καταχρήσεις ή δυσκολία
εφαρμογής του θεσμού. Πρέπει, τέλος, να ληφθεί υπόψη ότι σε άλλες έννομες
τάξεις το μικρότερο κατώφλι συνδέεται με το υψηλότερο εκλογικό όριο[62]
εισόδου των κομμάτων στη Βουλή. Άλλωστε, στην περίπτωση της τακτικής
χρηματοδότησης, η λαϊκή βούληση έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί και, επομένως,
πρωταρχικός στόχος είναι να διατεθούν στα πολιτικά κόμματα τα μέσα για την
εκπλήρωση της λειτουργικής τους αποστολής και τη διαμόρφωση της κρατικής
βούλησης.
Η ανάγκη διαμόρφωσης συνθηκών ενός
ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού, ίσων
ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων καθώς και της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής
θέλησης αποτυπώνεται, κυρίως, στην ραδιοτηλεοπτική προβολή των κομμάτων κατά
την προεκλογική περίοδο. Η συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1,
5Α, 14, 15 παρ. 2 και 52 του Συντ., που αποτέλεσε την κύρια επιχειρηματολογία
της ΣτΕ Ολομ. 3427/2010[63],
καταδεικνύει ότι η γνησιότητα της ψήφου εξαρτάται από την ελευθερία διαμόρφωσης
πολιτικής γνώμης. Με την εν λόγω απόφαση, αναδείχθηκαν οι στρεβλώσεις[64]
στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η αναλογική ισότητα χωρίς την ύπαρξη άλλων
εξισορροπητικών μηχανισμών και αναγνωρίστηκε η δυνατότητα, τόσο στα μικρότερα
όσο και στα νεοσύστατα πολιτικά κόμματα, να κοινολογούν με τον ίδιο τρόπο και
με τους ίδιους όρους το πολιτικό τους πρόγραμμα, όπως ισχύει και για τα ήδη υπάρχοντα,
παραδοσιακά ή μεγάλα, πολιτικά κόμματα. Βεβαίως, τα ερμηνευτικά όρια της
απόφασης εξικνούνται μέχρι εκεί που φθάνει η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού
πεδίου από το Κράτος. Όπως αναλύεται στο οικείο κεφάλαιο, η προβολή των
κομμάτων, πλέον, έχει μετατοπιστεί στο διαδίκτυο[65]
και στην πολιτική επικοινωνία, , η οποία αξιώνει πολυδάπανες προεκλογικές
εκστρατείες.
Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία αντιμετώπισε με αρκετές επιφυλάξεις το πρόβλημα
της χρηματοδότησης κομμάτων η ιδεολογία των οποίων συγκρούονταν με την δημοκρατική
ρήτρα.. Άλλες έννομες τάξεις, όπως η γαλλική, δεν προβλέπουν την στέρηση της
κρατικής χρηματοδότησης μόνο εκ του λόγου ότι ένα κόμμα ενδέχεται να είναι
φορέας ξενοφοβικής ή ρατσιστικής ιδεολογίας. Το ζήτημα έταμε το Conseil d’Etat[66]
στην γνωστή
υπόθεση του Εθνικού Μετώπου. Η ποινικοποίηση ή με κάθε άλλο τρόπο δίωξη του
πολιτικού φρονήματος δεν συνάδει με τον
χαρακτήρα της φιλελεύθερης και εξ ορισμού ανεκτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, η
δημοκρατία δικαιούται να αμύνεται όταν ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε
πολιτική πράξη. Η ελληνική περίπτωση της δράσης της Χρυσής Αυγής προσέκρουσε
στην έλλειψη θεσμικών αντισωμάτων, που έγκειται στο γεγονός ότι στην ελληνική
έννομη τάξη ένα κόμμα δεν μπορεί να τεθεί εκτός νόμου ή να διαλυθεί[67].
Το συνταγματικό, αυτό, αδιέξοδο επιχειρήθηκε να λυθεί, όπως υποστηρίχθηκε, μέσω
του αποκλεισμού από τις δημόσιες ενισχύσεις και επιχορηγήσεις που προβλέφθηκε
στον αντιρατσιστικό νόμο[68].
Λύση με αρκετές πρακτικές και ερμηνευτικές δυσχέρειες, αφενός μεν επειδή η
ιδιαίτερη νομική φύση των πολιτικών κομμάτων τα
έθετε εκτός του πεδίου εφαρμογής του αφετέρου δε επειδή ανέκυπτε ζήτημα
συμβατότητας της εφαρμογής του μέτρου με την ελευθερία της πολιτικής έκφρασης.
Είναι ενδεικτικό ότι ο αντίστοιχος νόμος της 1ης Ιουλίου[70]
1972 στη Γαλλία, το κανονιστικό πεδίο του οποίου αφορά την διάχυση ρατσιστικού
λόγου από τα κόμματα δεν τυγχάνει έως σήμερα συγκεκριμένης εφαρμογής. Για τον
λόγο αυτό, ο κοινός νομοθέτης, με έναν ιδιαίτερα έντεχνο τρόπο, προσέδωσε
κανονιστικό χαρακτήρα στη δημοκρατική ρήτρα της οργάνωσης και της λειτουργίας
των κομμάτων (άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.), η οποία αν παραβιασθεί δύναται να
οδηγήσει σε στέρηση της κρατικής χρηματοδότησης[71].
Η συνύφανση της δημοκρατικής ρήτρας και του δικαιώματος σε κρατική
χρηματοδότηση κρίθηκε συνταγματικώς θεμιτή από το ΣτΕ με την απόφαση 518/2015
της Ολομέλειας[72],
η οποία έκρινε ότι το μέτρο της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης, που
επεβλήθη δυνάμει του άρθρου 7Α του ν. 3023/2002, υπηρετεί σοβαρό δημόσιο σκοπό
που συνίσταται στην αποτροπή διάθεσης της κρατικής χρηματοδότησης για τη
στήριξη εγκληματικών δραστηριοτήτων, ο χαρακτήρας του είναι προσωρινός και το
μέτρο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.
Ιδιαίτερα προβληματική παραμένει έως και σήμερα η ρύθμιση της ιδιωτικής
χρηματοδότησης, ιδίως της χρηματοδότησης από νομικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, στο
άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3023/2002 προβλέπονται τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα
οποία απαγορεύεται να χρηματοδοτούν ή να προσφέρουν παροχές ή διευκολύνσεις σε
πολιτικά κόμματα και υποψηφίους. Η συνταγματική μηχανική τόσο των διατάξεων για
την χρηματοδότηση των κομμάτων, των ασυμβιβάστων βουλευτών και υπουργών όσο και
παλαιότερων προβλέψεων, όπως αυτή του “βασικού μετόχου”[73],
κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα. Δηλαδή, στην αποδοκιμασία της οικονομικής
εξάρτησης της δημόσιας από την ιδιωτική εξουσία. Ο έως και σήμερα αυστηρός περιορισμός
της χρηματοδότησης από νομικά πρόσωπα, χωρίς να συντρέχει
σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στερεί από διάφορες ενώσεις προσώπων και
επιχειρήσεις το δικαίωμα συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η αθέμιτη επιρροή
στην διαμόρφωση πολιτικών από νομικά πρόσωπα και η προστασία της δημοκρατίας
από διαβρωτικά φαινόμενα διαφθοράς θα μπορούσε να αποφευχθεί δευτερογενώς με
την θεσμοθέτηση ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά και εγγυήσεων διαφάνειας.
Εντούτοις, ο αρχικά απόλυτος αποκλεισμός και έπειτα η ισχνή
συμμετοχή των νομικών προσώπων στην πολιτική ζωή της χώρας είχε τα αντίθετα από
τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, καθώς η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας[76]
προήλθε από την δημιουργία αθέατων κέντρων ιδιωτικών συμφερόντων και της
διοχέτευσης του πολιτικού χρήματος σε πολιτικά κόμματα κατά τρόπο ανέλεγκτο και
αδιαφανή.
Άλλες σημαντικές προβλέψεις του ν. 3023/2002 ενσωματώθηκαν με
ευκαιριακές και αποσπασματικές, πλην όμως κρίσιμες, παρεμβάσεις για την
αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως το ακατάσχετο και ανεκχώρητο των δόσεων της
κρατικής χρηματοδότησης[77],
το ακαταδίωκτο των διοικήσεων των τραπεζών που δανειοδότησαν αφειδώς τα
πολιτικά κόμματα[78],
το οποίο υπήρξε σύμπτωμα της κρίσης αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος.
Επίσης, υπήρξε μέριμνα για την αντιμετώπιση των φαινόμενων του ανεξέλεγκτου
τραπεζικού δανεισμού[79].
Η κανονιστική εφαρμογή των προβλέψεων του ν. 3023/2002, οι παθογένειές
του και η διαρκώς μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα, συνηγορούν στην εκ νέου
μεταρρύθμιση του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, με στόχο την
αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος και με σκοπό την ανάκτηση της τρωθείσας
αξιοπιστίας του και τελικώς την αντιμετώπιση του ζητήματος των σχέσεων της
πολιτικής εξουσίας και δημοκρατίας.
ΙV. Η αποτίμηση του
θεσμού
Η υπερδεκαετής εφαρμογή του ν. 3023/2002, παρά τις όποιες προσπάθειες
εξορθολογισμού του, καθώς και όσα ζητήματα απασχόλησαν τη θεωρία και τη
νομολογία συντείνουν στην ανάγκη μίας βαθείας τομής στο δίκαιο των οικονομικών
των πολιτικών κομμάτων. Ο αναθεωρητικός
οίστρος έχει αποδειχθεί ότι, συνήθως, αντί να συμβάλλει στην επίλυση ενός
προβλήματος, επιτείνει είτε την δυσκολία
εφαρμογής του είτε την ορθή ερμηνεία του.
ΙV. A. Προτάσεις de
constitutione ferenda
Κατά καιρούς το άρθρο 29
παρ. 2 Συντ. αποτέλεσε μέρος των προτάσεων αναθεώρησης του Συντάγματος των
κομμάτων[80]. Για την αναθεώρησή του
διατυπώθηκαν, επίσης, προτάσεις των εκπροσώπων της θεωρίας[81]. Με την πρόσφατη αναθεώρηση του Συντάγματος, το άρθρο 29 παρ.2
λόγω του συνταγματικού ορίου της πενταετίας δεν επρόκειτο να μεταβληθεί
σύντομα. Ειδικότερα, προτάσεις όπως η
καθιέρωση δυνατότητας[82]
υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον και έκπτωσης από το
βουλευτικό αξίωμα με δικαστική απόφαση, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο βουλευτής
έχει υπερβεί το νόμιμο όριο των προεκλογικών δαπανών μπορούν να ρυθμιστούν σε
επίπεδο του κοινού νόμου. Άλλες, όπως η απόλυτη απαγόρευση της ιδιωτικής
χρηματοδότησης[83] και η απόλυτη εξάρτηση των
κομμάτων από το Κράτος καθιστά τα κόμματα κρατικοδίαιτους μηχανισμούς.
Επίσης, οι de constitutione ferenda
προτάσεις αφορούν και το όργανο που διενεργεί τον έλεγχο των οικονομικών των
κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών. Ωστόσο, η ένθεσή τους στο corpus του Συντάγματος απαιτεί μείζονες αλλαγές και στο
επίπεδο της διάρθρωσης του δικαιοδοτικού ελληνικού συστήματος, είτε αυτές
αφορούν την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου[84] είτε την σύσταση ενός ad hoc οιονεί
δικαιοδοτικού οργάνου[85]
με διττή φύση κατά τα πρότυπα της γαλλικής Ανεξάρτητης Αρχής. Η λύση αυτή
συγκεντρώνει τα μειονεκτήματα που αφορούν τον έλεγχο των ανεξάρτητων αρχών και
την δημιουργία οργάνων που βρίσκονται μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής
λειτουργίας[86]. Ακόμα και η ανάθεση του
ελέγχου σε δικαστήριο, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο[87] ή το ΑΕΔ, προϋποθέτει τη
συναίνεση των κομμάτων ως προς τη βέλτιστη λύση.
Τόσο τα κόμματα όσο και η θεωρία ομονοούν
και διαπιστώνουν την ανάγκη μεταβολής της σύνθεσης της Επιτροπής Ελέγχου, η οποία
δρα έως και σήμερα αναποτελεσματικά, κυρίως, λόγω της πλειοψηφίας των μελών που
προέρχονται από τα κόμματα και την επιγενόμενη ταύτιση ελεγκτή και ελεγχόμενου.
Η σύνθεση της συγκεκριμένης Επιτροπής δεν έχει ως στόχο την
αντιπροσωπευτικότητα αλλά την συμμετοχή προσώπων που διαθέτουν εχέγγυα
αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Η διατύπωση του αναθεωρητικού νομοθέτη το
2001, η οποία έχει ως εξής : “[…] που
συγκροτείται και με τη συμμετοχή ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος
ορίζει” φαίνεται να αποκλείει την περίπτωση αλλαγής της σύνθεσης, και της
στελέχωσής της αμιγώς με δικαστικούς λειτουργούς, καθότι βούληση του
συνταγματικού νομοθέτη υπήρξε η διεύρυνση της σύνθεσης με ανώτατους δικαστές
και όχι η πρωτοκαθεδρία αυτών. Συνεπώς, η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν
δύναται να μεταβληθεί νομοθετικά, τουλάχιστον ως προς την πλειοψηφία των μελών.
Συνταγματικά επιβεβλημένη είναι είτε η απαλοιφή του, ώστε ο κοινός νομοθέτης να
εξειδικεύσει ειδικότερα από ποιους θα απαρτίζεται η Επιτροπή είτε ο συνταγματικός
καθορισμός των μελών. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή αποκλειστικώς του Προέδρου της
Βουλής (ως Προέδρου)[88],
και όχι των εκπροσώπων – βουλευτών των κομμάτων, οργάνου που συγκεντρώνει τα εχέγγυα
αμεροληψίας και ουδετερότητας, ως τρίτος τη τάξει πολιτειακός θεσμός,
διασφαλίζει τη συμμετοχή της νομοθετικής λειτουργίας στον έλεγχο των
οικονομικών των πολιτικών κομμάτων δίχως να εμφανίζεται το φαινόμενο της
κομματικής αλληλεγγύης που παρατηρήθηκε ήδη από την 1η γενιά των
κανόνων του δικαίου των πολιτικών κομμάτων. Οι λοιπές θέσεις δύναται να
καταλαμβάνονται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς κατά τα πρότυπα της
υφιστάμενης ρύθμισης, τον Πρόεδρο της ειδικής μόνιμης επιτροπής Θεσμών και
Διαφάνειας, ενώ θέση μέλους μπορεί να κατέχουν καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου
ή οικονομικώνεπιστημών , που θα προτείνονται από την Διάσκεψη των Προέδρων,ώστε
η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου να είναι 9μελής με ορισμένη θητεία.
ΙV.
B. Προτάσεις de lege ferenda
Σε
νομοθετικό επίπεδο, κρίνεται αναγκαία η επίτευξη μίας ισόρροπης και
λελογισμένης σχέσης μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής χρηματοδότησης. Σε ό, τι
αφορά την κρατική χρηματοδότηση πρέπει να συνδεθεί ρητά με τις πραγματικές
δαπάνες των κομμάτων[89].
Με τον τρόπο αυτό, η κρατική χρηματοδότηση εναρμονίζεται με τη συνταγματική
διάταξη, η οποία αναφέρεται “στην
οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους
δαπάνες”. Το ύψος, δηλαδή, της κρατικής χρηματοδότησης δεν θα
προσδιορίζεται επί ποσοστού του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά με βάση
πραγματοποιούμενες δαπάνες.
Στο ίδιο αποτέλεσμα, της εύλογης, δηλαδή,
μείωσής της, κατατείνει και η αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής
χρηματοδότησης[90] κατά το γερμανικό πρότυπο.
Για παράδειγμα, έχει προταθεί[91]
το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης να μην υπερβαίνει ετησίως το διπλάσιο των
εσόδων του κόμματος από πηγές ιδιωτικής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή
κρίνεται αναγκαία η παροχή κινήτρων που θα διευκολύνουν την ιδιωτική
χρηματοδότηση των κομμάτων όπως η θέσπιση φοροαπαλλαγών
ή πρόβλεψης ειδικής φορολογικής μεταχείρισης των δωρητών και χρηματοδοτών.
Προσέτι, η διαφοροποίηση του τρόπου κατανομής
της τακτικής από την εκλογική χρηματοδότηση είναι συνεπέστερη δογματικά λόγω
του ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι διακριτός. Ως προς την πρώτη δεν
διαπιστώνεται η ανάγκη αλλαγών παρά μόνο στα ποσοστά κατανομής της, όπου τα
κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μετέχουν και στις τρεις κατανομές, με
αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση φαινομένων καρτελοποίησης[93] των κομμάτων.
Σημαντικότερη εμφανίζεται ωστόσο, η
προεκλογική χρηματοδότηση είτε άμεση είτε με τη μορφή διευκολύνσεων, όπως η
ραδιοτηλεοπτική προβολή. Καθόσον συνδέεται άμεσα με την ελεύθερη και ανόθευτη
έκφραση της λαϊκής βούλησης, η προεκλογική χρηματοδότηση δέον να διαρθρώνεται
κυρίως στη βάση των αρχών των ίσων ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων, του
πολυκομματισμού και του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού. Στην κατεύθυνση αυτή,
στρέφονταν οι ιδιαίτερα καινοτόμες νομοθετικές προτάσεις που συμπεριελήφθησαν
στο σχέδιο νόμου του 2011[94].
Ειδικότερα, προτάθηκε η δυνατότητα προκαταβολής της εκλογικής χρηματοδότησης
και σε νεοπαγή κόμματα, καθώς και η μεταβολή του τρόπου κατανομής της, η οποία
ελάμβανε υπόψη τον επίκαιρο πολιτικό χρόνο, όπως εκφραζόταν με την νωπή λαϊκή
ετυμηγορία, και όχι τον παρελθόντα που επεδείκνυε ιδιαίτερη εύνοια σε ήδη
υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς, παραδοσιακά και μεγάλα κόμματα. Συμφυής με
τα παραπάνω είναι και η πρόταση για εξαγορά ραδιοτηλεοπτικού χρόνου από
πολιτικά κόμματα είτε νεοσυσταθέντα είτε που ο χρόνος που τους διατίθεται δεν
είναι επαρκής για την προβολή των πολιτικών τους θέσεων.
Εξίσου επιτακτική είναι η ριζική αλλαγή των
κανόνων που αφορούν την ιδιωτική χρηματοδότηση, η οποία προκειμένου να μην
οδηγήσει σε αθέμιτες εξαρτήσεις προαπαιτεί την εμβάθυνση της διαφάνειας και της
δημοσιότητας των οικονομικών των κομμάτων, καθώς και την ύπαρξη ισχυρών
ελεγκτικών μηχανισμών. Θεσμικό υπόστρωμα, της ως άνω πρότασης, δύναται να
αποτελέσει ο προσφάτως ψηφισθείς νόμος για το lobbying[95]. Η
επιλογή των ν.π.ι.δ να χρηματοδοτήσουν ένα πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο δεν
αποτελεί απλά έκφανση της συμμετοχής τους στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά
συνιστά αυτονοήτως μορφή άσκησης επιρροής. Η πρόβλεψη για την δημιουργία
μητρώου στο πλαίσιο λειτουργίας της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας μπορεί να
διασυνδεθεί με τη δημιουργία αντίστοιχου μητρώου δωρητών και χρηματοδοτών
πολιτικών κομμάτων, που θα τηρούν από κοινού η ΕΑΔ και η Επιτροπή Ελέγχου.
Τέλος, το πολιτικό χρήμα διοχετεύται και σε
πρόσωπα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αυστηροποίηση του ελέγχου του
πόθεν έσχες[96], ιδίως των βουλευτών, και
εν γένει του πολιτικού προσωπικού. Οι δεσμεύσεις δημοσιότητας δεν είναι χρονικά
επαρκείς[97], με την ισχύουσα ρύθμιση,
κατά το ότι η δωροληψία ή άλλη αθέμιτη πράξη συνδιαλλαγής δύναται να λάβει χώρα
ετεροχρονισμένα όταν το ελεγχόμενο πρόσωπο δεν θα υπόκειται στις ίδιες
υποχρεώσεις δημοσιότητας.
V. Επίμετρο
Η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων θα παραμένει διαρκώς επίκαιρη όσο
δεν μειώνεται το έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας μερίδας του πολιτικού προσωπικού
. Οι δύο αυτές διακυβεύσεις συνδέονται με την ολική αναδιάρθρωση του θεσμού της
οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων, διότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν βασική
συνιστώσα του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού και κοινοβουλευτικού συστήματος. Η
επαγγελματικοποίηση της πολιτικής[98],
η μετατροπή των κομμάτων από άμεσους ή έμμεσους διαμορφωτές της κρατικής
βούλησης σε κόμματα – επιχειρήσεις[99]
νομείς του πολιτικού χρήματος, η προϊούσα εμφάνιση μεταδημοκρατικών πρακτικών[100]
αποτελούν υπαρξιακές απειλές για την ποιότητα της δημοκρατίας και επιβεβαιώνουν
ότι “τα σημερινά κόμματα είναι, κυρίως,
μηχανή εξουσίας”[101].
* O Κωνσταντίνος
Γ. Μουρτοπάλλας είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ “Δημοσίου Δικαίου και
Πολιτικής Επιστήμης” του τμήματος Νομικής ΔΠΘ