Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2021

 

Η ορεινότητα και η νησιωτικότητα ως κριτήρια προσδιορισμού των γεωγραφικών ορίων των ΟΤΑ

(το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο https://fantomas.gr/i-oreinotita-kai-i-nisiotikotita-os-kritiria-prosdiorismoy-ton-geografikon-orion-ton-ota/)



Του Αθανασίου Γλαβίνα*

 

Το ελληνικό Σύνταγμα, ως ένα κείμενο συνοπτικό μεν πολύ ουσιαστικό δε, περιέχει συγκεκριμένες και επαρκείς, ως προς το περιεχόμενο τους, διατάξεις σχετικά με τη διαμόρφωση της αυτοδιοικητικής διαίρεσης της χώρας.

Συγκεκριμένα η κατοχύρωση του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης στο ελληνικό Σύνταγμα (στο εξής Σ.) βασίζεται στο άρθρο 102 το οποίο και προβλέπει τη λειτουργία οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ στο εξής) δύο βαθμίδων, πρώτου και δευτέρου, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων. Οι ΟΤΑ απολαμβάνουν επίσης διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια (άρθρο 102 παρ. 2 Σ.) ενώ ασκούν δημόσια εξουσία λόγω των παραχωρημένων αρμοδιοτήτων από την κρατική διοίκηση. Επίσης οι ΟΤΑ είναι επιφορτισμένοι κατ’ αποκλειστικότητα με τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων (άρθρο 102 παρ. 1 εδ. β΄ Σ.). Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει λόγω εγγύτητας και γνώσης των ιδιαιτεροτήτων και ειδικών συνθηκών της κάθε περιοχής στους ΟΤΑ καθώς οι τελευταίοι διαθέτουν το τεκμήριο αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης των τοπικών ζητημάτων τα οποία συνδέονται στενά με τα συμφέροντα των δημοτών της κάθε περιοχής.

Η εκ τους συντάγματος κατοχυρωμένη αρμοδιότητα των ΟΤΑ για τη διαχείριση των τοπικών υποθέσεων απαιτεί στο πλαίσιο της αποκέντρωσης (άρθρο 101 παρ. 1 Σ.) τη διαίρεση της χώρας σε γεωγραφικές περιοχές. Ειδικότερες ρυθμίσεις ως προς την οργανωτική διάρθρωση των ΟΤΑ περιλαμβάνει το άρθρο 101 παρ. 2 Σ. το οποίο προβλέπει συγκεκριμένα κριτήρια για τη διοικητική διαίρεση της χώρας, δηλαδή τις γεωοικονομικές, κοινωνικές και συγκοινωνιακές συνθήκες (βλ. ΣτΕ 1067/2016, σκ. 9-10). Καθιερώνεται επομένως μέσα από τη διάταξη αυτή υποχρέωση του νομοθέτη να λαμβάνει υπόψιν του τις παραπάνω συνθήκες, που αποτελούν τοπικά δεδομένα με μία έννοια, προτού προβεί σε οριστικές αποφάσεις για τη διαμόρφωση του διοικητικού χάρτη της χώρας, δηλαδή τον τελικό καθορισμό των ορίων, της έκτασης και της έδρας των Δήμων και των Περιφερειών της Χώρας που αποτελούν τις κύριες μορφές δράσης της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα.

Η σχετική συνταγματική ρύθμιση του άρθρου 101 παρ. 2 Σ. έχει δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί απλή κατευθυντήρια διάταξη. Στο πλαίσιο αυτό τεκμαίρεται ότι πέραν της δυνατότητας του κοινού νομοθέτη να μεταβάλει την εκάστοτε διάρθρωση των ΟΤΑ στην ελληνική επικράτεια μέσα από τη σύσταση, συνένωση ή κατάργηση ενός ΟΤΑ, υφίσταται και η προτροπή προς τον διαρκή αναπροσδιορισμό της διοικητικής διαίρεσης της χώρας ενόψει των διαρκώς μεταβαλλόμενων συνθηκών της σύγχρονης εποχής. Προτείνεται μάλιστα η ανά δεκαετία επικαιροποίηση των εδαφικών ορίων των Δήμων ώστε να επιτυγχάνεται η προσαρμογή στα νέα δεδομένα και η διόρθωση ενδεχόμενων «ανορθογραφιών». Απώτερος σκοπός η δημιουργία ομοιογενών ΟΤΑ με κοινά οικονομικά, πληθυσμιακά, κοινωνικά αλλά και μορφολογικά χαρακτηριστικά ώστε να δημιουργείται μία λειτουργική «ανοικτή πόλη».

Εξάλλου, ο νομοθέτης κατά τη διαμόρφωση του διοικητικού χάρτη της χώρας, για τον οποίο διαθέτει ευρύ πεδίο ευχέρειας, έχει επιπλέον υποχρέωση στην περίπτωση των νησιωτικών και ορεινών περιοχών και με βάση την ειδική αναφορά του άρθρου 101 παρ. 4 Σ. να εφαρμόσει διαφορετικά κριτήρια λαμβάνοντας υπόψιν επιμελώς τις ιδιαιτερότητες που χαρακτηρίζουν τις εν λόγω περιοχές και οι οποίες επιβάλλουν, σύμφωνα με το Σύνταγμα, μία ειδική μεταχείριση σε σύγκριση με αστικές και πεδινές περιοχές για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν και συνεπακόλουθα την καλύτερη ανάπτυξη των περιοχών αυτών. Η τελική στάθμιση και επιλογή του νομοθέτη πρέπει να βασίζεται συνολικά και συνδυαστικά σε όλα τα παραπάνω κριτήρια καθώς ενδεχομένως η παράλειψη ενός εξ αυτών, ιδιαίτερα π.χ. της ορεινότητας μία περιοχής, να δημιουργούσε ζήτημα παραβίασης του Συντάγματος. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα ότι η γεωγραφική ιδιομορφία της χώρας, δηλαδή η νησιωτική και ορεινή διάρθρωση της, αποτέλεσε την αναγκαία συνθήκη, ήδη από την αρχαιότητα, για τη διοίκηση των τοπικών υποθέσεων των περιοχών αυτών από τους άμεσα ενδιαφερόμενους κατοίκους και όχι από κατοίκους περιοχών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η διοικητική διάρθρωση των ΟΤΑ πρέπει να χαρακτηρίζεται από συνοχή υπό τη βάση του παραπάνω πλαισίου κριτηρίων ώστε να είναι πρακτικά εφαρμόσιμη η αποτελεσματική διοίκηση των τοπικών τους υποθέσεων σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις.

Η εκάστοτε κοινοβουλευτική πλειοψηφία οφείλει να λαμβάνει υπόψιν της τις συνταγματικές επιταγές ώστε να αποφεύγονται ρυθμίσεις που τίθενται προς ικανοποίηση ιδιοτελών σκοπών και συμφερόντων. Η σημερινή διαμόρφωση των γεωγραφικών ορίων των ΟΤΑ α΄ βαθμού διαθέτει χαρακτηριστικά παραδείγματα νομοθετικής αβλεψίας. Οι μελλοντικές πρωτοβουλίες προς ρύθμιση των σχετικών ζητημάτων χρειάζεται να λάβουν υπόψιν τους περισσότερο τις σχετικές συνταγματικές επιταγές του άρθρου 101 παρ. 4 και 102 του ισχύοντος Συντάγματος.

*O Θανάσης Γλαβίνας είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης (Μ.Δ.Ε. Συνταγματικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου, L.L.MBonn) και Υπ. Διδάκτορας στη Νομική Σχολή του Δ.Π.Θ.

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

 

Ανήκει το Αιγαίο στα ψάρια του;

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*

(το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από τον ιστότοπο https://fantomas.gr/anikei-to-aigaio-sta-psaria-toy/)

Όλοι ενθυμούνται το παλαιό «αναρχικό» σύνθημα που, μεταξύ άλλων, τροφοδότησε τη συλλογική συνείδηση με νοητική αφασία. Ανεξαρτήτως του άστοχου ή του εύστοχου της διατύπωσης, η θάλασσα ανήκει (και) στις παράκτιες πολιτείες.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Αιγαίο, όπως και κάθε άλλη θαλάσσια περιοχή, ρυθμίζεται από το εσωτερικό δημόσιο δίκαιο και το διεθνές δίκαιο. Είναι κοινός τόπος, τουλάχιστον στους νομικούς ότι η έννοια της επικράτειας ή χώρας δεν περιλαμβάνει μόνο την ξηρά αλλά και τον εναέριο χώρο και τα θαλάσσια χωρικά ύδατα. Τα δύο τελευταία στοιχεία νοούνται ως προέκταση του εδάφους με τρόπο ώστε να συναποτελούν με αυτό την εν γένει εδαφική έκταση (territorium) της πολιτείας. Η πολιτεία εντός της ανωτέρω έκτασης ασκεί καταρχάς αποκλειστική εξουσία. Υπό την ανωτέρω εκδοχή τα όρια της χώρας συμπίπτουν με τα όρια ισχύος των επιταγών της πολιτείας. Στην έννοια της χώρας περιλαμβάνονται επίσης το υπέδαφος και οι υδάτινες επιφάνειες (λίμνες και ποταμοί). Ως θαλάσσια χωρικά ύδατα εννοούνται τα εσωτερικά θαλάσσια ύδατα, η αιγιαλίτιδα ζώνη καθώς και η υφαλοκρηπίδα.

Στα αξιοσημείωτα περιλαμβάνεται ότι η πολιτεία, αντίθετα προς τα φυσικά πρόσωπα, δεν έχει σχέση κυριότητας προς τη χώρα (domicilium) αλλά σχέση κυριαρχίας (dominium και imperium). Με άλλες λέξεις η πολιτειακή εξουσία δεν εξαρτάται καταρχάς από άλλη εξουσία τόσο κατά τη γένεσή της όσο και κατά τη διάρκεια της άσκησής της και, ότι όλες οι άλλες μορφές εξουσίας που εμφανίζονται εντός του κράτους, υπάρχουν και ασκούνται γιατί τις θεσπίζει αυτή.

Ο πρωτογενής χαρακτήρας της πολιτειακής εξουσίας περιλαμβάνει τη δυνατότητα να παράγονται επιταγές και να εξαναγκάζονται οι αποδέκτες των επιταγών να συμμορφώνονται προς το περιεχόμενό τους. Αυτό το θεσμικό μονοπώλιο προς εξαναγκασμό που διαθέτει η πολιτεία νοείται ως εξωτερική κυριαρχία και ως εσωτερική κυριαρχία. Η εξωτερική κυριαρχία σημαίνει την ικανότητα της πολιτείας να αποτρέπει την άσκηση κυριαρχικών πράξεων άλλων πολιτειών στη δική της επικράτεια.  Η εσωτερική κυριαρχία σημαίνει, ότι η πολιτεία δεν δεσμεύεται από άλλο εσωτερικό φορέα εξουσίας.

Στα θαλάσσια χωρικά ύδατα -όπως άλλωστε και στην αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ)- διενεργούνται πράξεις, οι οποίες διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας, περιλαμβανομένης της πράξης της αλίευσης.

Σε εφαρμογή των ανωτέρω επισημάνσεων ο προγενέστερος, της μεταρρύθμισης του 2019, Ποινικός Κώδικας τυποποιούσε σε δύο άρθρα του τα σχετικά με την αλιεία εγκλήματα.

Επρόκειτο για τα άρθρα 400 και 401 ΠΚ, οι διατάξεις των οποίων ρύθμιζαν την παράνομη αλιεία και την παράνομη αλιεία από αλλοδαπό. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 400 ΠΚ προέβλεπε ότι: «όποιος ψαρεύει σε ύδατα όπου άλλος έχει το δικαίωμα της αλιείας, χωρίς την άδειά του, τιμωρείται με χρηματική ποινή ή φυλάκιση μέχρι έξι μηνών». Η διάταξη του άρθρου 401 ΠΚ όριζε ότι: «αλλοδαπός που ψαρεύει χωρίς δικαίωμα στην αιγιαλίτιδα ζώνη του ελληνικού κράτους τιμωρείται με χρηματική ποινή ή  με φυλάκιση μέχρι έξι μηνών».

Τις ανωτέρω διατάξεις κατάργησε η πλειοψηφία της Βουλής λίγο πριν τις εκλογές του 2019. Η πρόσφατη τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα αποκατέστησε τα πράγματα στην πρότερη κατάσταση, καθώς το θέμα δεν είναι μόνο η παράνομη αλιεία που τελείται από τον οιονδήποτε, συνεπώς και από Έλληνες πολίτες, αλλά η αλιεία στα θαλάσσια χωρικά ύδατα που τελείται από αλλοδαπούς. Διαχρονικά, η θεωρία του ποινικού δικαίου αλλά και η νομολογία των ποινικών δικαστηρίων υποστηρίζουν -ορθώς- ότι η αλιεία στα χωρικά ύδατα είναι δικαίωμα μόνο των πολιτών, οι οποίοι μόνο ως ηθικοί αυτουργοί ή συνεργοί μπορούσαν να παραβιάσουν τη διάταξη του άρθρου 401 Ποινικού Κώδικα.

Η διάταξη αυτή ήταν η νομική απόρροια της κυριαρχικής εξουσίας της παράκτιας πολιτείας εντός των θαλάσσιων χωρικών υδάτων της. Η κατάργησή της το 2019 δημιούργησε νομικό κενό, το οποίο έσπευσαν να εκμεταλλευθούν αλιείς προερχόμενοι από την Τουρκία, οι οποίοι δεν περιορίσθηκαν στα διεθνή ύδατα αλλά αμφισβήτησαν εμπράκτως την Ελληνική κυριαρχία. Συγχρόνως, οι χρησιμοποιηθείσες μέθοδοι αλιείας αντιπαρατέθηκαν με τους κανόνες του ευρωπαϊκού δικαίου σχετικά με την προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος και την αρχή της αειφορίας.

Την αφαίρεση των διατάξεων των άρθρων 400 και 401 ΠΚ από το ποινικό οπλοστάσιο της χώρας αντιμετώπισε η τελευταία τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα (ν.4855/2021). Συγκεκριμένα, η διάταξη του άρθρου 398 ΠΚ ορίζει ότι: «όποιος ασκεί αλιευτική δραστηριότητα με σκάφος ή άλλο πλωτό μέσο, που φέρει σημαία τρίτης χώρας, χωρίς την προβλεπόμενη κατά τις οικείες διατάξεις άδεια της αρμόδιας αρχής, εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης και των εσωτερικών υδάτων της Ελληνικής Επικράτειας, τιμωρείται με φυλάκιση».

Με τη νέα διάταξη παύει να αιωρείται η υποψία της δημιουργίας συνθηκών για «Πρέσπες στο Αιγαίο».

Εν κατακλείδι η νέα ρύθμιση του άρθρου 398 ΠΚ δείχνει να απαντά στο ερώτημα «ποιος αλιεύει τα ψάρια στο Αιγαίο», το οποίο ούτε εξυπνακισμός, ούτε ευφυολόγημα είναι αλλά πρακτική συνέπεια της πολιτειακής κυριαρχίας.

Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2021

 
H ανάδειξη της κομματικής ηγεσίας

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*

(το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: https://fantomas.gr/h-anadeixi-tis-kommatikis-igesias/)

Έχει παρέλθει αρκετό χρονικό διάστημα από τότε που ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ έγραψε ότι «στην καλά διοικούμενη πολιτεία ο καθένας σπεύδει στις (λαϊκές) συνελεύσεις· στις κακοδιοικούμενες κανείς δεν θέλει να πάει, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται για όσα διαμείβονται σε αυτές». Βεβαίως ο πολίτης της Γενεύης Ρουσσώ μάλλον απέκλινε των άλλων διανοητών της εποχής του καθώς ήταν στοχαστής στην υπηρεσία της δημοκρατίας, με τρόπο ώστε οι παρατηρήσεις του να αξιοποιούνται έως τις ημέρες μας.

Σήμερα, εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες το εκλογικό σώμα ασκεί τις αρμοδιότητές του για να εκλέξει αντιπροσώπους στην εθνική και ευρωπαϊκή Βουλή, τα όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, καθώς και να αποφασίσει σε δημοψήφισμα, σημαντικό τμήμα της δράσης των πολιτών αφορά στα πολιτικά κόμματα.

Ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω ότι το άρθρο 29 του ισχύοντος Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών να ιδρύουν, να συμμετέχουν, να αποχωρούν ή να αρνούνται να συμπράξουν σε πολιτικό κόμμα, η οργάνωση και η δράση του οποίου οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Το πολιτικό κόμμα είναι ιδιαίτερη μορφή ένωσης πολιτών με διαρκή χαρακτήρα και έχουσα σκοπό την απόκτηση πλειοψηφίας στο εκλογικό σώμα και στο αντιπροσωπευτικό όργανο-Βουλή προκειμένου να συμμετέχει ή να ασκήσει αυτοτελώς την πολιτειακή εξουσία.

Η διάταξη του άρθρου 29 του ισχύοντος Συντάγματος κατοχυρώνει επίσης την αρχή του πολυκομματισμού ως θεμελιώδη αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Απλούστερα διατυπωμένη η αρχή του πολυκομματισμού επιβάλλει την ύπαρξη δύο τουλάχιστον πολιτικών κομμάτων, τα οποία είναι οργανικά και οργανωτικά ανεξάρτητα μεταξύ τους. Συγχρόνως η αρχή του πολυκομματισμού συνυφασμένη διαλεκτικά με την δημοκρατική αρχή καθιστά την αμοιβαία ανεξαρτησία των κομμάτων  αναγκαία προϋπόθεση, για τη συνολική λειτουργία του πολιτεύματος.

Η ανωτέρω διαπίστωση είναι σχεδόν ταυτόσημη με το συνταγματικώς αυτονόητο, καθώς το πολιτικό κόμμα ως συλλογικός θεσμός με διακριτή πολιτική ταυτότητα καλείται να διαμορφώσει ιδέες και πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Η παραγωγή ιδεών, θέσεων και προτάσεων είναι απότοκη της αυτοτελούς συλλογικής οργάνωσης του κόμματος, το οποίο εκπληρώνει τη συνταγματική του αποστολή του μόνο όταν συμβάλλει στη δημοκρατική αντιμετώπιση των πολιτειακών ζητημάτων.

Με άλλες λέξεις, τα πολιτικά κόμματα είναι ιμάντες μεταφοράς των συνολικών λαϊκών προβλημάτων στα πολιτειακά όργανα καθώς και πλατφόρμες πρωτογενούς συλλογικού προβληματισμού για την επίλυσή τους.

Η εσωκομματική λειτουργία οφείλει να είναι δημοκρατική, αν και κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει προσωποπαγή κόμματα. Η εσωκομματική δημοκρατία διαμορφώνει αρχές και αξίες που με τη σειρά τους εμπλουτίζουν τη συλλογική συνείδηση, πριν να μετουσιωθούν σε πολιτική πλειοψηφία.

Αναγνωρίζεται επίσης ως συνταγματικά θεμιτή η επιδίωξη των πολιτικών κομμάτων να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν την πολιτειακή εξουσία και την πολιτική κυριαρχία είτε αυτοτελώς είτε συμμαχώντας στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών, είτε μέσου κοινής εκλογικής καθόδου.

Από τις πλέον κρίσιμες στιγμές, οι οποίες έχουν επίπτωση στη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι η διαδικασία εκλογής της κομματικής ηγεσίας. Πρόκειται για συλλογική λειτουργία, η οποία όμως αφορά στα μέλη και υπό προϋποθέσεις στους φίλους, του πολιτικού κόμματος.

Η ανάδειξη του ηγέτη, ο οποίος θα συμπυκνώνει τον κομματικό λόγο και θα προσδώσει σε αυτόν τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι υπόθεση πρωτίστως των μελών του συγκεκριμένου κόμματος και όχι υπόθεση της κοινωνίας ή του εθνικού ακροατηρίου.

Η αναζήτηση συμμαχιών είναι θεμιτή ενόψει των διερευνητικών εντολών αλλά η παρέμβαση για τη διαμόρφωση «καλόβολης» ή πρόθυμης ηγεσίας είναι αθέμιτη. Η συνταγματική τάξη παρέχει τις θεσμικές δυνατότητες για την κυβερνητική σύγκλιση των πολιτικών κομμάτων αλλά δεν μεριμνά για τη συμμετοχή των μελών άλλων κομμάτων στην διαδικασία εκλογής αρχηγού άλλου κόμματος. Σε κάθε περίπτωση κάθε πολιτικό κόμμα διαθέτει το δικαίωμα της συλλογικής αυτοπραγμάτωσης, όπως αυτό εννοείται στην ελευθερία της κομματικής συνένωσης. Άλλως, θα πρόκειται για κόμματα, τα οποία θα αποτελούν την πλουραλιστική μορφή ενός ενιαίου κόμματος.

Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

 

 

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2021

 

Η ελευθερία της έκφρασης και η διασπορά ψευδών ειδήσεων (άρθρο 191 Π.Κ.)

Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη*

(το παρόν κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα: https://fantomas.gr/alkis-dervitsiotis-i-eleytheria-tis-ekfrasis-kai-i-diaspora-pseydon-eidiseon-arthro-191-p-k/)

 

Η πρόσφατη νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργού Δικαιοσύνης αυτονοήτως προκάλεσε συζητήσεις για το μέγεθος και την ένταση των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων στο corpus του Ποινικού Κώδικα. Ευλόγως στο επίκεντρο της ασκούμενης κριτικής βρέθηκε η νέα διάταξη του άρθρου 191 Π.Κ. σχετικά με την διασπορά ψευδών ειδήσεων. Πρόκειται για διάταξη η οποία έχει τροποποιηθεί τουλάχιστον έξι φορές, περιλαμβανομένης αυτής του ν. 4219/2019, με πρώτη αυτή του άρθρου 5 ν.δ. 2493/1953.

Το άρθρο 191 εντάσσεται στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα με τίτλο «Εγκλήματα κατά της Δημόσιας Τάξης». Με τη νέα τροποποίηση η διάταξη του άρθρου 191 Π.Κ. επανέρχεται ως έγκλημα διακινδύνευσης, καθώς αφαιρέθηκε η πρόκληση φόβου σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων.

Εν γένει το άρθρο 191 Π.Κ. καλείται να διασφαλίσει ότι διατηρείται απρόσκοπτα τόσο η πολιτειακή υπόσταση όσο και η ευταξία του κοινωνικού χώρου, δεδομένου ότι οι προσβολές κατά της δημόσιας τάξης εμφανίζουν στοιχεία τόσο πολιτικού όσο και κοινωνικού χαρακτήρα.

Σε αντίθεση προς την προϊσχύσασα διάταξη του ν.4619/2019 η αναπαλαιωμένη διατύπωση του άρθρου 191 Π.Κ. τυποποιεί τη διασπορά ψευδών ειδήσεων χωρίς αποτέλεσμα με μόνη τη δυνητική επέλευση του κινδύνου ανησυχίας ή φόβου, χωρίς να απαιτείται ως στοιχείο η επαλήθευση της πρόκλησης φόβου στους πολίτες. Συγκεκριμένα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή όποιος δημόσια ή δια του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει με οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία.

Είναι απολύτως σαφές ότι οι ανωτέρω τομείς της πολιτειακής αρμοδιότητας εξαρτώνται ευθέως από τη δράση της Κυβέρνησης και ιδίως από τα πεπραγμένα των καθ’ ύλην αρμόδιων υπουργών. Υπό την ανωτέρω εκδοχή οι εν λόγω τομείς αποτελούν προνομιακά πεδία άσκησης δημοσίου αλλά και κοινοβουλευτικού ελέγχου με τρόπο ώστε να διασφαλίζεται αφενός η ελευθερία του πληροφορείσθαι των πολιτών και, αφετέρου η άσκηση του αντιπολιτευτικού έργου από τα κόμματα της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας.

Το ζήτημα το οποίο προκύπτει με την μετατροπή της διασποράς ψευδών ειδήσεων σε έγκλημα διακινδύνευσης είναι ότι σχετικοποιεί, στο μέτρο που αναλογεί στο άρθρο 191 Π.Κ. τα όρια μεταξύ θεμιτής και απαγορευμένης έκφρασης. Το αποτέλεσμα της σχετικοποίησης αυτής είναι ότι ο ασκών την ελευθερία έκφρασης πολίτης ή δημοσιογράφος αυτολογοκρίνεται και σιωπά, προκειμένου να αποφύγει ανεπιθύμητες διώξεις. Το απώτερο αποτέλεσμα είναι η μείωση ή η εξαφάνιση του χώρου εντός του οποίου διατυπώνεται και ασκείται ο δημόσιος έλεγχος και συνακολούθως η ενημέρωση της κοινής γνώμης.

Για να αποφευχθεί η ανωτέρω αρνητική, για τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, εξέλιξη ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση το στοιχείο του ψεύδους. Προκειμένου αυτό να καταστεί πλήρως αντιληπτό χρησιμοποιείται συνήθως η φράση ότι η ελευθερία έκφρασης δεν προστατεύει αυτόν που πανικοβάλλει τους συγκεντρωμένους σε κλειστό χώρο φωνάζοντας ψευδώς φωτιά. Με τον ψευδή ισχυρισμό προκαλεί την εντύπωση παρόντος κινδύνου για όλους, όσοι είναι αποδέκτες αυτού.

Άρα, η ratio θέσπισης της διασποράς ψευδών ειδήσεων είναι η απαγόρευση πρόκλησης ανησυχίας στους πολίτες μέσω ψευδών ειδήσεων. Εν όψει των ανωτέρω γίνεται ευρύτατα δεκτό ότι διασπορά υπάρχει μόνο αν η είδηση καθίσταται γνωστή σε μεγάλο αριθμό προσώπων. Είδηση είναι η ανακοίνωση για πρώτη φορά γεγονότος, το οποίο είτε συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης, είτε έχει συμβεί προσφάτως. Έτσι δεν είναι είδηση η ανακοίνωση γεγονότος του παρελθόντος, διότι αυτό είναι ιστορία, η ανακοίνωση σκέψεων καθώς και η δημοσιοποίηση γνώμης. Δεν είναι είδηση η εσφαλμένη γνώμη ή η δήλωση η οποία περιλαμβάνει εικασία μελλοντικού περιστατικού, διότι τότε καθίσταται αδύνατη η απόδειξη του ψεύδους. Η είδηση για να είναι ψευδής πρέπει να αναφέρεται ή να ανάγεται σε ανύπαρκτο γεγονός. Επίσης πρέπει η ψευδής είδηση να είναι ικανή να επιφέρει φόβο ή ανησυχία στους πολίτες, δεδομένο το οποίο αποκλείει ειδήσεις που, ανεξαρτήτως της προσφορότητάς τους, ουδένα απασχολούν. Όπως προφανώς έχει παρατηρηθεί η ψευδής είδηση, σε ομαλές συνθήκες του πολιτικού και πολιτειακού βίου, εύκολα ελέγχεται και σύντομα διαψεύδεται. Έτσι ψευδής είδηση είναι η αναφορά γεγονότος, το οποίο έχει διαψευσθεί είτε από την επέλευση άλλου μεταγενέστερου γεγονότος, είτε από την διάψευση του από τα εντεταλμένα προς ενημέρωση και πληροφόρηση της κοινής γνώμης όργανα της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο όρος ανησυχία ανάγεται στο συναίσθημα κλονισμού της πεποίθησης για τη συνέχιση της ομαλής ροής της κοινωνικής ζωής.

Κατά τα λοιπά αναγκαία είναι η υπόμνηση ότι νομολογιακώς η διάταξη του άρθρου 191 Π.Κ. έχει κριθεί κατά το παρελθόν ως συμβατή με το Σύνταγμα αφού περιορίζει το αξιόποινο στη διασπορά μόνο των ψευδών ειδήσεων καθώς και ότι είναι ορισμένος και όχι αόριστος ποινικός νόμος σύμφωνα με την απορρέουσα από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή nullum crimen nulla poena sine lege certa.

 Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2021

 

“ Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην ελληνική και σε αλλοδαπές έννομες τάξεις”

 

Του Κωνσταντίνου Γ. Μουρτοπάλλα*

 

Σχεδιάγραμμα

 Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

ΙΙ. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην αλλοδαπή

   Α. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Γερμανία

   Β. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Γαλλία

   Γ. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στις ΗΠΑ

ΙΙΙ. Η εφαρμογή του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη

ΙV. Η αποτίμηση του θεσμού

   ΑΠροτάσεις de constitutione ferenda

   B. Προτάσεις de lege ferenda

V. Επίμετρο

 

Ι. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

   Τα πολιτικά κόμματα αποτελούν τον βασικό θεσμό συναίρεσης της κοινωνίας και του κράτους. Το φαινόμενο, ωστόσο, της πολιτικής ομαδοποίησης και της συσσωμάτωσης προς επιδίωξη κοινού στόχου δεν είναι φαινόμενο που εντοπίζεται περί το τέλος του 18ου αιώνα, όταν και καταγράφεται ένας εκ των πρώτων ορισμών[1] του πολιτικού κόμματος.

   Στην ελληνική αρχαιότητα απαντάται η εμφάνιση των φρατριών[2] και στη ρωμαϊκή περίοδο η curia και η factio[3] που λειτουργούν ως υποδοχείς κοινωνικών συμφερόντων.

   Η ελευθερία ένωσης[4], που αποτέλεσε το συνταγματικό θεμέλιο για την προαγωγή πολιτικών και επαγγελματικών στόχων, αμφισβητήθηκε και πολεμήθηκε με αποτέλεσμα να μην περιληφθεί στην Γαλλική Διακήρυξη δικαιωμάτων του ανθρώπου  και του πολίτη. Αντανάκλαση της αντίληψης ότι δεν δύναται να υπάρξουν “ενδιάμεσες βουλήσεις[5]” παρά μόνο η γενική βούληση αποτέλεσε ο νόμος της 17ης. 06.1791[6]. Παρά ταύτα, η εξέλιξη της δημοκρατίας, η διεύρυνση του εκλογικού σώματος και η εδραίωση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος ενθάρρυνε τις πολιτικές ομαδοποιήσεις, ιδίως, στην μητέρα του κοινοβουλευτισμού, Μεγάλη Βρετανία, με την εμφάνιση των πρώτων κομμάτων Tories και Whigs[7]. Η κρατούσα αντίληψη περί μη σύμπτωσης των βουλήσεων κράτους και κοινωνίας καθυστέρησε την συνταγματική υποδοχή του κομματικού φαινομένου, τo οποίο, κατά την γνωστή φράση του H. Triepel[8], πρώτα πολεμήθηκε, ύστερα αγνοήθηκε, έπειτα αναγνωρίστηκε και εν τέλει ενσωματώθηκε στα Συντάγματα των ευρωπαϊκών κρατών. 

   Εξαίρεση δεν αποτελεί η ελληνική περίπτωση, η οποία παρά την δράση διαφόρων ομάδων με πολιτική χροιά, ήδη κατά την περίοδο των επαναστατικών συνταγμάτων[9], δεν εισήγαγε σε κανένα εκ των ισχυσάντων Συνταγμάτων ειδική πρόβλεψη για την ίδρυση πολιτικού κόμματος. Μόνο το Σύνταγμα του 1927[10] προέβλεπε την, κατ’ αναλογία της δυνάμεως των κομμάτων, σύνθεση των νομοθετικών και εξεταστικών επιτροπών. Αλλά και η δέσμευση του Γεωργίου του Α’ το 1875 να αναθέτει τον σχηματισμό Κυβέρνησης στον πολιτικό που διέθετε την δεδηλωμένη εμπιστοσύνη[11] της Βουλής, προϋπέθετε την ύπαρξη, έστω μίας στοιχειώδους, συλλογικής οργάνωσης των αντιπροσώπων. Ουσιαστικά, η λειτουργία του πολιτικού κόμματος υπήρξε προϊόν, μέχρι και το 1975, της συνδυαστικής ερμηνείας της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι[12].

   Με το Σύνταγμα του 1975, υπήρξε η αποκατάσταση του χάσματος μεταξύ τυπικού Συντάγματος και πολιτικής πραγματικότητας[13] με την πανηγυρική υποδοχή του κομματικού φαινομένου στο corpus του Συντάγματος. Επακόλουθο της συνταγματικής κατοχύρωσης της ελευθερίας ίδρυσης πολιτικού κόμματος αποτέλεσε το ζήτημα της χρηματοδότησής τους, το οποίο συνδέεται με την φυσιογνωμία του εκάστοτε πολιτικού συστήματος. 

II. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην αλλοδαπή

Οι ιδιαιτερότητες της κάθε συνταγματικής τάξης καθώς και άλλοι συνταγματικοί ή και εν γένει δικαιοπολιτικοί παράγοντες  συγκαθορίζουν την κατάστρωση του θεσμού της κρατικής χρηματοδότησης  των πολιτικών κομμάτων.

  Για παράδειγμα, στην Ευρώπη[14] (πχ. Γαλλία, Γερμανία) όπου προεξάρχοντα ρόλο στο πολιτικό και πολιτειακό σύστημα διαδραματίζουν τα πολιτικά κόμματα, η χρηματοδότηση των κομμάτων οργανώνεται, κυρίως, με στόχο την ενίσχυσή τους σε συνθήκες διαφάνειας και αυστηρών ελέγχων που διασφαλίζουν τη γνήσια έκφραση της λαϊκής θέλησης. Αντιθέτως, στις Η.Π.Α[15] το κέντρο βάρους μετατίθεται στα πρόσωπα που διεκδικούν την εκλογή σε ένα δημόσιο αξίωμα, ώστε η οικονομική ενίσχυση να αφορά, κυρίως, τους υποψηφίους.

   Στην παρούσα ενότητα, επιχειρείται η παρουσίαση και επισκόπηση των βασικών συνταγματικών και νομοθετικών επιλογών άλλων εννόμων τάξεων σχετικών με την χρηματοδότηση των κομμάτων. 

II. A. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στη Γερμανία

   Η γερμανική έννομη τάξη χαρακτηρίζεται ως κομματική δημοκρατία ή ως “κράτος των κομμάτων”[16] (Parteinstaat), όπου οι αρχές του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού του πολυκομματισμού[17] και της παροχής ίσων δυνατοτήτων[18] στα πολιτικά κόμματα τελούν σε μία κανονιστική ισορροπία. Ο πρωτεύων ρόλος των κομμάτων για την εδραίωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, που αναγνωρίζεται στη Γερμανία ήδη από την εποχή της Βαϊμάρης[19], οι προαναφερθείσες αρχές, η κανονιστική πυκνότητα του άρθρου 21 του Θεμελιώδους Νόμου[20] της Βόννης και η δυναμική νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (εφεξής ΓΟΣΔ) διαμορφώνουν εν πολλοίς τις επιλογές του Γερμανού νομοθέτη που αφορούν την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων. Παρά την λειτουργική ενσωμάτωση των κομμάτων στην γερμανική έννομη τάξη, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μέχρι και το 1993 θεωρούσε πως η άμεση χρηματική ενίσχυση των κομμάτων δεν είναι συνταγματική[21]. Συγκεκριμένα, διέκρινε μεταξύ της κρατικής επιχορήγησης, η οποία καλύπτει το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός πολιτικού κόμματος, και των εκλογικών δαπανών, οι οποίες συνέχονται με τον προεκλογικό αγώνα και ευρύτερα τις ανάγκες που αναφύονται κατά την προεκλογική περίοδο. Η διάκριση αυτή υπήρξε δογματικό απότοκο του διαχωρισμού μεταξύ κρατικής και λαϊκής βούλησης.  Από την μεταβολή της νομολογίας του ΓΟΣΔ[22] και τη θέση σε ισχύ του νόμου για την χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων (Parteiengesetz[23]), η επιχορήγησή τους καταλαμβάνει το σύνολο των δραστηριοτήτων τους. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι νόμοι της περιόδου 1959 – 1965[24] προέβλεπαν την χρηματοδότηση μόνο των κομμάτων που εκπροσωπούνταν στην Ομοσπονδιακή Βουλή. Δεδομένου ότι δεν ελήφθη υπόψη ένα ενιαίο κριτήριο, που να εξασφαλίζει με λελογισμένο και αναλογικό τρόπο την προεκλογική ενίσχυση των κομμάτων, το ΓΟΣΔ[25] έκρινε ασύμβατες τις εν λόγω νομοθετικές πρωτοβουλίες με τον Θεμελιώδη Νόμο της Βόννης, ώστε δικαιούχοι της κρατικής ενίσχυσης για τις προεκλογικές δαπάνες να θεωρούνται όλα τα κόμματα.

   Κατά τον ίδιο τρόπο, προσδιορίζονται και σήμερα τα όρια που θεσπίζει ο Γερμανός νομοθέτης προκειμένου ένα κόμμα να καταστεί δικαιούχος της κρατικής χρηματοδότησης. Επειδή, το ΓΟΣΔ[26] κρίνει πως η κρατική χρηματοδότηση συνάπτεται με την λειτουργική αποστολή των κομμάτων και ως συνταγματικών θεσμών και ως κοινωνικών δρώντων, οι αρχές που εν προκειμένω θεωρούνται υπέρτερης σημασίας έναντι άλλων είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτικών κομμάτων και του πολυκομματισμού. Για τον λόγο αυτό, αν και αρχικά το όριο πρόσβασης που ετέθη ανερχόταν σε 2,5% των ψήφων στις ομοσπονδιακές εκλογές και στις ευρωεκλογές, όπως και στην αντίστοιχη περίπτωση του εκλογικού ορίου που θεσπίζεται για τις ευρωεκλογές, ανέρχεται πλέον σε 0,5% των ψήφων. Εν αντιθέσει με το υψηλό εκλογικό όριο για την είσοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή λόγω της ανάγκης σχηματισμού σταθερών κυβερνήσεων[27], στην περίπτωση της κρατικής χρηματοδότησης κύριος στόχος είναι ο εμπλουτισμός και  ανανέωση του κομματικού συστήματος στο οποίο μετέχουν και εξωκοινοβουλευτικοί δρώντες οι οποίοι, ωστόσο, διαθέτουν τα μέσα αφενός γα τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας και αφετέρου για τη διαμόρφωση της λαϊκής βούλησης.

   Ωστόσο, η μεγαλύτερη καινοτομία του Γερμανού νομοθέτη είναι η τέλεια ισορροπία μεταξύ κρατικής χρηματοδότησης και ιδιωτικής[28]. Συγκεκριμένα, συναρθρώνονται η εκλογική επίδοση με την κοινωνική απήχηση των κομμάτων που εμφαίνονται η μεν πρώτη από την λαϊκή ετυμηγορία, η δε δεύτερη από την εξεύρεση ιδιωτικών πόρων. Εν ολίγοις, εφαρμόζεται κυριολεκτικώς η αρχή “every vote counts”, καθώς το ύψος της χρηματοδότησης διαμορφώνεται από τον αριθμό των ψήφων και τους πόρους ιδιωτικής προέλευσης. Την ιδιωτική χρηματοδότηση, και ειδικότερα μία μορφή αυτής ενθαρρύνει και ο ίδιος ο νόμος, ο οποίος θεσπίζει καθεστώς φοροαπαλλαγών[29] στις δωρεές προς τα κόμματα.

   Τέλος, η διαφάνεια των οικονομικών των κομμάτων καθώς και ο έλεγχος τους διασφαλίζεται με έναν πολυεπίπεδο ελεγκτικό μηχανισμό, συναποτελούμενο από εσωτερικά και εξωτερικά όργανα, τα οποία συνιστούν την "αρχή των τεσσάρων ματιών"[30]. Συγκεκριμένα, το πρώτο στάδιο ελέγχου είναι ενδοκομματικό. Το δεύτερο στάδιο, συνίσταται στη διμερή συνεργασία οικονομικών επιθεωρητών ή ορκωτών λογιστών με τον Πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Βουλής. Το τρίτο στάδιο, εμπίπτει εξ ολοκλήρου στην αρμοδιότητα του Προέδρου της Βουλής και το τελευταίο στάδιο, αφορά τον δικαστικό έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων από το Ομοσπονδιακό Ελεγκτικό Συνέδριο[31].

IΙ. Β. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Γαλλία

   Στην Γαλλία, οι απόψεις του πολίτη της Γενεύης Ζ. Ζ. Ρουσσώ[32] που εγκόλπωσαν, ιδίως, τα γαλλικά επαναστατικά Συντάγματα και, όπως μνημονεύθηκε ανωτέρω, ανάγονται στην πρωταρχία της γενικής βούλησης (volonté générale)  επηρέασαν την γαλλική δημοκρατία επί μακρόν, η οποία απέστη από την θέσπιση νόμου για την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων, παραχωρώντας τους ένα ευρύ πεδίο αυτονομίας και δράσης.

   Η μεταστροφή του Γάλλου νομοθέτη υπήρξε αποτέλεσμα της προσπάθειας αντιμετώπισης των φαινομένων εκφυλισμού του πολιτικού συστήματος, η οποία έλαβε τον χαρακτήρα της ηθικοποίησης της πολιτικής ζωής[33] (moralisation de la vie poltique). Η μεταρρύθμιση αυτή δεν έμεινε απλά στη σφαίρα του πολιτικού δέοντος, αλλά υλοποιήθηκε με την θέσπιση του οργανικού νόμου[34], ο οποίος μαζί με τον εκλογικό κώδικα συναπαρτίζουν το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την χρηματοδότηση των κομμάτων στη Γαλλία.

   Την κρατική χρηματοδότηση, ως βασική πηγή εσόδων, έκρινε συμβατή με τα άρθρα 2 και 4 του Γαλλικού Συντάγματος[35] και το Συνταγματικό Συμβούλιο[36], το οποίο απεφάνθη πως ο τρόπος κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις αρχές της ισότητας των πολιτικών κομμάτων, της αναλογικότητας, μέσω της πρόβλεψης αντικειμενικών κριτηρίων, και την ανάγκη προστασίας της πολυφωνίας και της ελευθερίας της πολιτικής έκφρασης είτε συλλογικώς είτε ατομικώς.

   Η κατανομή της χρηματοδότησης[37] διαρθρώνεται βάσει ενός μεικτού κριτηρίου, το οποίο συνδέει την κοινοβουλευτική παρουσία ενός κόμματος με τα εκλογικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, η κατανομή, κατά το ήμισυ, γίνεται με βάση το εκλογικό αποτέλεσμα για την ανάδειξη αντιπροσώπων στην Εθνοσυνέλευση, όπου απαιτείται συγκέντρωση του 1% των ψήφων τουλάχιστον σε πενήντα περιφέρειες.  Μόνο στην περίπτωση που ένα κόμμα πληροί την ως άνω προϋπόθεση λαμβάνει και το υπόλοιπο μέρος της χρηματοδότησης, ανάλογα με την εκλογική του δύναμη. Δι’ αυτού του τρόπου,  περιορίζεται ο αριθμός των δικαιούχων της χρηματοδότησης. Ωστόσο, το Συνταγματικό Συμβούλιο έταμε[38] σχετικές διαφορές, αποφαινόμενο ότι το σύστημα κατανομής είναι συνταγματικό, θεμελιωμένο σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια.

   Άξια αναφοράς είναι η σύνδεση της κατανομής της χρηματοδότησης με την προώθηση της πολιτικής ισότητας των γυναικών και τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ αυτών. Συγκεκριμένα, με την αναθεώρηση του γαλλικού Συντάγματος το 1999[39] και την κατοχύρωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών, ο εκλογικός νόμος, συγκεκριμενοποιώντας τα θετικά αυτά μέτρα, προέβλεψε την υποχρεωτική συμμετοχή συγκεκριμένου αριθμού υποψήφιων γυναικών στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, σε διάφορες εκλογικές διαδικασίες, τα οποία, εάν δεν συμμορφωθούν προς αυτά, στερούνται ποσοστών της χρηματοδότησής τους. 

   Μια διαφοροποιημένη, αλλά εξίσου μοναδική, ιδιαιτερότητα με την ελληνική περίπτωση ανευρίσκεται και στην γαλλική έννομη τάξη, η οποία απαγορεύει[40] τη χρηματοδότηση από νομικά πρόσωπα με τη μορφή των δωρεών. Η απαγόρευση αυτή, αποτελεί προϊόν της στάθμισης μεταξύ του κινδύνου κρατικοποίησης των κομμάτων και προστασίας τους από τον εναγκαλισμό με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Η επιλογή του νομοθέτη να αποκλείσει μία μορφή χρηματοδότησης εναρμονίζεται με τη βούλησή του, η οποία έγκειτο στην απεμπλοκή των κομμάτων από τους πόρους ιδιωτικής προέλευσης. Για τον λόγο αυτό, προβλέπονται και άλλες δικλείδες ασφαλείας, όπως η άρση της ανωνυμίας των δωρητών για ποσά άνω των 150 ευρώ[41], καθώς και η εξομοίωση του μη αποπληρωθέντος δανείου με  δωρεά.

   Η γαλλική παράδοση της πρόβλεψης μηχανισμών διοικητικού ελέγχου επιβεβαιώνεται και στην επιλογή του νομοθέτη να αναθέσει τον έλεγχο της χρηματοδότησης των κομμάτων σε μία ανεξάρτητη διοικητική αρχή διαθέτουσα[42] τα εχέγγυα της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας. Η φύση της αρχής δεν προβλέφθηκε με ρητό τρόπο, αλλά υπήρξε προϊόν νομολογιακής επεξεργασίας από το Συνταγματικό Συμβούλιο και το Conseil d'État[43].

   Λειτουργεί ως αντίβαρο έναντι σε κάθε λειτουργία , είτε την εκτελεστική είτε τη νομοθετική, καθώς η εννεαμελής σύνθεσή της είναι αμιγώς δικαστική και ο διορισμός των μελών γίνεται ισαρίθμως από τον Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, τον πρώτο Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και τον πρώτο Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Οι αποφάσεις της ελέγχονται δικαστικά με τη θέσπιση του ενδίκου βοηθήματος της προσφυγή.

ΙΙ. Γ. Η χρηματοδότηση των κομμάτων στην Αμερική

   Χαρακτηρισμένες ως «δημοκρατία των ενώσεων»[44], οι Η.Π.Α διαθέτουν ομοσπονδιακό νόμο[45] για την εκλογική χρηματοδότηση, η οποία είναι μόνο ιδιωτική. Η ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων, συνδέεται με την πρώτη τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος[46] με την οποία η ελευθερία της έκφρασης ανάγεται σε παλλάδιο όλων των ελευθεριών. Η ιδιωτική, επομένως, χρηματοδότηση από φυσικά και νομικά πρόσωπα, συνιστά μορφή έκφρασης πολιτικού λόγου και συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας. Ήδη, από το 1948[47] το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α αναγνώρισε σε ενώσεις προσώπων αλλά και επιχειρήσεις το δικαίωμα πολιτικής έκφρασης , το οποίο, ωστόσο, τελούσε υπό το σεβασμό της βούλησης και των μελών τους που, ενδεχομένως, να διαφωνούσαν με συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Το Δικαστήριο νομολόγησε πως η ιδιωτική χρηματοδότηση από νομικά πρόσωπα είναι επιτρεπτή όταν το νομικό πρόσωπο διαχωρίζει ένα σύνολο περιουσίας[48] που διοχετεύεται ειδικά προς την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού.

   Πλην της απευθείας διάθεσης ποσού, επιτρέπεται εξίσου και η καταβολή δαπανών που σχετίζονται με την προεκλογική επικοινωνία. Η ανάγκη προστασίας της γνησιότητας της έκφρασης της λαϊκής θέλησης, της ελεύθερης βούλησης των εκλογέων και της αποτροπής της χειραγώγησής τους υπήρξαν η αιτιολογική βάση της Bipartisan Campaign Reform Act[49], η οποία ρυθμίζει κατά ένα ιδιαίτερα αυστηρό τρόπο τον προεκλογικό πολιτικό ανταγωνισμό. Συγκεκριμένα, η ραδιοτηλεοπτική προβολή των υποψηφίων οριοθετείται σε χρονικό διάστημα εξήντα ή τριάντα ημερών πριν την εκλογική αναμέτρηση, και πρέπει να αφορά συγκεκριμένο υποψήφιο. Για την τήρηση των ως άνω, αρμόδια είναι η Ομοσπονδιακή Εκλογική Επιτροπή (FEC). Τα ζητήματα αυτά απασχόλησαν και την σημαίνουσα νεώτερη νομολογία και ειδικότερα την απόφαση Citizens vs FEC[50], με την οποία κρίθηκε ότι ο πολιτικός λόγος των νομικών προσώπων εξομοιούται με τον πολιτικό λόγο των φυσικών προσώπων, κι επίσης ότι προεκλογική ενίσχυση, μέσω των πολιτικών επικοινωνίας, υπόκειται σε περιορισμούς χάριν προστασίας δημοσίου συμφέροντος.

   Ωστόσο, λόγω της ισχυρής μειοψηφίας[51] και της παλαιότερης νομολογίας[52] του Ανώτατου Δικαστηρίου, η πλήρης εξομοίωση του πολιτικού λόγου των επιχειρήσεων με τον πολιτικό λόγο των φυσικών προσώπων είναι ερμηνευτική ακροβασία καθόσον οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζουν ποιοτικές και κανονιστικές διαφορές. Η κυριότερη εξ αυτών, δηλαδή η εκδήλωση πολιτικού λόγου μέσω της χρηματοδότησης προέρχεται μόνο από τα νομικά πρόσωπα. Ο διαβρωτικός ρόλος μιας άμετρης χρηματοδότησης, η νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος, και η διαμόρφωση της πολιτικής μέσω της άσκησης επιρροής από τις επιχειρήσεις (lobbying) αποτελούν ικανή και αναγκαία συνθήκη για την θέσπιση αυστηρότερων περιορισμών που άπτονται των πεδίων των άμεσων και των προεκλογικών δαπανών. Άλλωστε, η εγκατάλειψη των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης και η υπερενίσχυση της προβολής από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπως επιβεβαιώθηκε από την πρόσφατη περίπτωση της Cambridge Analytica[53], επιτάσσουν την ανάκτηση της κατίσχυσης  του δημοκρατικού ελέγχου  έναντι των αδιαφανών χρηματικών ροών, για τις οποίες δεν ισχύει το pecunia non olet. 

IIΙ. Η εφαρμογή του θεσμού στην ελληνική έννομη τάξη

   Το δίκαιο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την χρηματοδότησή τους, κατηγοριοποιείται χρονικά σε τρείς νομοθετικές ρυθμίσεις . Νομοθετική αφετηρία αποτέλεσε η ψήφιση του εκτελεστικού του Συντάγματος ν. 1443/1984[54], η νομολογιακή επεξεργασία που υπέστη[55], το πλαίσιο ερμηνείας για τους κρίσιμους ορισμούς που διαμορφώθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας (εφεξής ΣτΕ) και, ακολούθως, οι σημειακές τροποποιήσεις της, τις οποίες διαδέχθηκε η δεύτερη περίοδος του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων. Η συγκεκριμένη περίοδος εγκαινιάστηκε με τη θέσπιση των κανόνων δεύτερης γενιάς του ν. 2429/1996[56]. Η εν πολλοίς μαξιμαλιστική αναθεώρηση του Συντάγματος του 2001, η οποία συμπεριέλαβε και την εκ βάθρων αλλαγή του άρθρου 29 παρ. 2 Συντ[57]., επιτάχυνε τη μετάβαση στους κανόνες τρίτης γενιάς, οι οποίοι εισήχθησαν με το ν. 3023/2002. Ο συγκεκριμένος νόμος εξειδίκευσε τις επιλογές του αναθεωρητικού νομοθέτη.

   Και στις τρεις ρυθμίσεις του ς δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, ο κοινός νομοθέτης, για την κατάστρωση των προϋποθέσεων κατανομής, τόσο της τακτικής όσο και της εκλογικής κρατικής χρηματοδότησης, έλαβε υπόψη αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια. Κρίθηκε[58] επανειλημμένως ότι τα κριτήρια αυτά που ανάγονται στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και στην υπολογίσιμη εκλογική δύναμη είναι συνταγματικώς θεμιτά. Συγκεκριμένα, δικαιούχοι[59] της τακτικής χρηματοδότησης είναι κατά σειρά όσα πολιτικά κόμματα διαθέτουν βουλευτές  στη Βουλή ή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή κατήλθαν στο 70% των βασικών εκλογικών περιφερειών, συγκεντρώνοντας αριθμό ψήφων τουλάχιστον με το 1,5% των έγκυρων ψηφοδελτίων της επικράτειας.   Βασικό επιχείρημα της αντίθετης άποψης είναι ότι με τον τρόπο αυτό αποκλείονται αρκετοί πολιτικοί σχηματισμοί, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συνθήκες «τσιμεντοποίησης» (petrification) του πολιτικού συστήματος. Η εν λόγω άποψη, ωστόσο, παραγνωρίζει τον σκοπό της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης, η οποία συνδέεται τόσο με τη λειτουργική όσο και με την κοινωνική αποστολή των κομμάτων, ώστε  να συνεκτιμάται τόσο η πολιτική τους υπόσταση[60] όσο και η κοινωνική τους ρίζωση. Όπως έχει, προσφυώς, παρατηρηθεί[61] είναι εν τοις πράγμασι ανέφικτη η χρηματοδότηση κάθε σχηματισμού ή ομάδας που αυτοαποκαλείται “κόμμα”, η οποία θα οδηγούσε σε καταχρήσεις ή δυσκολία εφαρμογής του θεσμού. Πρέπει, τέλος, να ληφθεί υπόψη ότι σε άλλες έννομες τάξεις το μικρότερο κατώφλι συνδέεται με το υψηλότερο εκλογικό όριο[62] εισόδου των κομμάτων στη Βουλή. Άλλωστε, στην περίπτωση της τακτικής χρηματοδότησης, η λαϊκή βούληση έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί και, επομένως, πρωταρχικός στόχος είναι να διατεθούν στα πολιτικά κόμματα τα μέσα για την εκπλήρωση της λειτουργικής τους αποστολής και τη διαμόρφωση της κρατικής βούλησης.    

Η ανάγκη διαμόρφωσης συνθηκών ενός ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού,  ίσων ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων καθώς και της  ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης αποτυπώνεται, κυρίως, στην ραδιοτηλεοπτική προβολή των κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο. Η συνδυαστική ερμηνεία των άρθρων 4 παρ. 1, 5 παρ. 1, 5Α, 14, 15 παρ. 2 και 52 του Συντ., που αποτέλεσε την κύρια επιχειρηματολογία της ΣτΕ Ολομ. 3427/2010[63], καταδεικνύει ότι η γνησιότητα της ψήφου εξαρτάται από την ελευθερία διαμόρφωσης πολιτικής γνώμης. Με την εν λόγω απόφαση, αναδείχθηκαν οι στρεβλώσεις[64] στις οποίες μπορεί να οδηγήσει η αναλογική ισότητα χωρίς την ύπαρξη άλλων εξισορροπητικών μηχανισμών και αναγνωρίστηκε η δυνατότητα, τόσο στα μικρότερα όσο και στα νεοσύστατα πολιτικά κόμματα, να κοινολογούν με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους όρους το πολιτικό τους πρόγραμμα, όπως ισχύει και για τα ήδη υπάρχοντα, παραδοσιακά ή μεγάλα, πολιτικά κόμματα. Βεβαίως, τα ερμηνευτικά όρια της απόφασης εξικνούνται μέχρι εκεί που φθάνει η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου από το Κράτος. Όπως αναλύεται στο οικείο κεφάλαιο, η προβολή των κομμάτων, πλέον, έχει μετατοπιστεί στο διαδίκτυο[65] και στην πολιτική επικοινωνία, , η οποία αξιώνει πολυδάπανες προεκλογικές εκστρατείες.

   Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία αντιμετώπισε με αρκετές επιφυλάξεις το πρόβλημα της χρηματοδότησης κομμάτων η ιδεολογία των οποίων συγκρούονταν με την δημοκρατική ρήτρα.. Άλλες έννομες τάξεις, όπως η γαλλική, δεν προβλέπουν την στέρηση της κρατικής χρηματοδότησης μόνο εκ του λόγου ότι ένα κόμμα ενδέχεται να είναι φορέας ξενοφοβικής ή ρατσιστικής ιδεολογίας. Το ζήτημα έταμε το Conseil dEtat[66] στην γνωστή υπόθεση του Εθνικού Μετώπου. Η ποινικοποίηση ή με κάθε άλλο τρόπο δίωξη του πολιτικού φρονήματος  δεν συνάδει με τον χαρακτήρα της φιλελεύθερης και εξ ορισμού ανεκτικής δημοκρατίας. Ωστόσο, η δημοκρατία δικαιούται να αμύνεται όταν ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε πολιτική πράξη. Η ελληνική περίπτωση της δράσης της Χρυσής Αυγής προσέκρουσε στην έλλειψη θεσμικών αντισωμάτων, που έγκειται στο γεγονός ότι στην ελληνική έννομη τάξη ένα κόμμα δεν μπορεί να τεθεί εκτός νόμου ή να διαλυθεί[67]. Το συνταγματικό, αυτό, αδιέξοδο επιχειρήθηκε να λυθεί, όπως υποστηρίχθηκε, μέσω του αποκλεισμού από τις δημόσιες ενισχύσεις και επιχορηγήσεις που προβλέφθηκε στον αντιρατσιστικό νόμο[68]. Λύση με αρκετές πρακτικές και ερμηνευτικές δυσχέρειες, αφενός μεν επειδή η ιδιαίτερη νομική φύση[69] των πολιτικών κομμάτων τα έθετε εκτός του πεδίου εφαρμογής του αφετέρου δε επειδή ανέκυπτε ζήτημα συμβατότητας της εφαρμογής του μέτρου με την ελευθερία της πολιτικής έκφρασης. Είναι ενδεικτικό ότι ο αντίστοιχος νόμος της 1ης Ιουλίου[70] 1972 στη Γαλλία, το κανονιστικό πεδίο του οποίου αφορά την διάχυση ρατσιστικού λόγου από τα κόμματα δεν τυγχάνει έως σήμερα συγκεκριμένης εφαρμογής. Για τον λόγο αυτό, ο κοινός νομοθέτης, με έναν ιδιαίτερα έντεχνο τρόπο, προσέδωσε κανονιστικό χαρακτήρα στη δημοκρατική ρήτρα της οργάνωσης και της λειτουργίας των κομμάτων (άρθρο 29 παρ. 1 Συντ.), η οποία αν παραβιασθεί δύναται να οδηγήσει σε στέρηση της κρατικής χρηματοδότησης[71]. Η συνύφανση της δημοκρατικής ρήτρας και του δικαιώματος σε κρατική χρηματοδότηση κρίθηκε συνταγματικώς θεμιτή από το ΣτΕ με την απόφαση 518/2015 της Ολομέλειας[72], η οποία έκρινε ότι το μέτρο της αναστολής της κρατικής χρηματοδότησης, που επεβλήθη δυνάμει του άρθρου 7Α του ν. 3023/2002, υπηρετεί σοβαρό δημόσιο σκοπό που συνίσταται στην αποτροπή διάθεσης της κρατικής χρηματοδότησης για τη στήριξη εγκληματικών δραστηριοτήτων, ο χαρακτήρας του είναι προσωρινός και το μέτρο είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.

   Ιδιαίτερα προβληματική παραμένει έως και σήμερα η ρύθμιση της ιδιωτικής χρηματοδότησης, ιδίως της χρηματοδότησης από νομικά πρόσωπα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3023/2002 προβλέπονται τα φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία απαγορεύεται να χρηματοδοτούν ή να προσφέρουν παροχές ή διευκολύνσεις σε πολιτικά κόμματα και υποψηφίους. Η συνταγματική μηχανική τόσο των διατάξεων για την χρηματοδότηση των κομμάτων, των ασυμβιβάστων βουλευτών και υπουργών όσο και παλαιότερων προβλέψεων, όπως αυτή του “βασικού μετόχου”[73], κατατείνει στο ίδιο αποτέλεσμα. Δηλαδή, στην αποδοκιμασία της οικονομικής εξάρτησης της δημόσιας από την ιδιωτική εξουσία. Ο έως και σήμερα αυστηρός περιορισμός της χρηματοδότησης από νομικά πρόσωπα[74], χωρίς να συντρέχει σκοπός δημοσίου συμφέροντος, στερεί από διάφορες ενώσεις προσώπων και επιχειρήσεις το δικαίωμα συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι. Η αθέμιτη επιρροή στην διαμόρφωση πολιτικών από νομικά πρόσωπα και η προστασία της δημοκρατίας από διαβρωτικά φαινόμενα διαφθοράς θα μπορούσε να αποφευχθεί δευτερογενώς με την θεσμοθέτηση ελεγκτικών μηχανισμών, αλλά και εγγυήσεων διαφάνειας. Εντούτοις, ο αρχικά απόλυτος αποκλεισμός[75] και έπειτα η ισχνή συμμετοχή των νομικών προσώπων στην πολιτική ζωή της χώρας είχε τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, καθώς η ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας[76] προήλθε από την δημιουργία αθέατων κέντρων ιδιωτικών συμφερόντων και της διοχέτευσης του πολιτικού χρήματος σε πολιτικά κόμματα κατά τρόπο ανέλεγκτο και αδιαφανή.

   Άλλες σημαντικές προβλέψεις του ν. 3023/2002 ενσωματώθηκαν με ευκαιριακές και αποσπασματικές, πλην όμως κρίσιμες, παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως το ακατάσχετο και ανεκχώρητο των δόσεων της κρατικής χρηματοδότησης[77], το ακαταδίωκτο των διοικήσεων των τραπεζών που δανειοδότησαν αφειδώς τα πολιτικά κόμματα[78], το οποίο υπήρξε σύμπτωμα της κρίσης αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος. Επίσης, υπήρξε μέριμνα για την αντιμετώπιση των φαινόμενων του ανεξέλεγκτου τραπεζικού δανεισμού[79].

   Η κανονιστική εφαρμογή των προβλέψεων του ν. 3023/2002, οι παθογένειές του και η διαρκώς μεταβαλλόμενη πολιτική πραγματικότητα, συνηγορούν στην εκ νέου μεταρρύθμιση του δικαίου των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, με στόχο την αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος και με σκοπό την ανάκτηση της τρωθείσας αξιοπιστίας του και τελικώς την αντιμετώπιση του ζητήματος των σχέσεων της πολιτικής εξουσίας και δημοκρατίας.

ΙV. Η αποτίμηση του θεσμού

  Η υπερδεκαετής εφαρμογή του ν. 3023/2002, παρά τις όποιες προσπάθειες εξορθολογισμού του, καθώς και όσα ζητήματα απασχόλησαν τη θεωρία και τη νομολογία συντείνουν στην ανάγκη μίας βαθείας τομής στο δίκαιο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων.  Ο αναθεωρητικός οίστρος έχει αποδειχθεί ότι, συνήθως, αντί να συμβάλλει στην επίλυση ενός προβλήματος, επιτείνει  είτε την δυσκολία εφαρμογής του είτε την ορθή ερμηνεία του.

ΙV. A. Προτάσεις de constitutione ferenda

   Κατά καιρούς το άρθρο 29 παρ. 2 Συντ. αποτέλεσε μέρος των προτάσεων αναθεώρησης του Συντάγματος των κομμάτων[80]. Για την αναθεώρησή του διατυπώθηκαν, επίσης, προτάσεις των εκπροσώπων της θεωρίας[81]. Με την πρόσφατη  αναθεώρηση του Συντάγματος, το άρθρο 29 παρ.2 λόγω του συνταγματικού ορίου της πενταετίας δεν επρόκειτο να μεταβληθεί σύντομα.   Ειδικότερα, προτάσεις όπως η καθιέρωση δυνατότητας[82] υποβολής ένστασης από όποιον έχει έννομο συμφέρον και έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα με δικαστική απόφαση, εφόσον αποδεικνύεται ότι ο βουλευτής έχει υπερβεί το νόμιμο όριο των προεκλογικών δαπανών μπορούν να ρυθμιστούν σε επίπεδο του κοινού νόμου. Άλλες, όπως η απόλυτη απαγόρευση της ιδιωτικής χρηματοδότησης[83] και η απόλυτη εξάρτηση των κομμάτων από το Κράτος καθιστά τα κόμματα κρατικοδίαιτους μηχανισμούς.

   Επίσης, οι de constitutione ferenda προτάσεις αφορούν και το όργανο που διενεργεί τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων και των υποψήφιων βουλευτών. Ωστόσο, η ένθεσή τους στο corpus του Συντάγματος απαιτεί μείζονες αλλαγές και στο επίπεδο της διάρθρωσης του δικαιοδοτικού ελληνικού συστήματος, είτε αυτές αφορούν την ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου[84] είτε την σύσταση ενός ad hoc οιονεί δικαιοδοτικού οργάνου[85] με διττή φύση κατά τα πρότυπα της γαλλικής Ανεξάρτητης Αρχής. Η λύση αυτή συγκεντρώνει τα μειονεκτήματα που αφορούν τον έλεγχο των ανεξάρτητων αρχών και την δημιουργία οργάνων που βρίσκονται μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής λειτουργίας[86]. Ακόμα και η ανάθεση του ελέγχου σε δικαστήριο, όπως το Ελεγκτικό Συνέδριο[87] ή το ΑΕΔ, προϋποθέτει τη συναίνεση των κομμάτων ως προς τη βέλτιστη λύση.

   Τόσο τα κόμματα όσο και η θεωρία ομονοούν και διαπιστώνουν την ανάγκη μεταβολής της σύνθεσης της Επιτροπής Ελέγχου, η οποία δρα έως και σήμερα αναποτελεσματικά, κυρίως, λόγω της πλειοψηφίας των μελών που προέρχονται από τα κόμματα και την επιγενόμενη ταύτιση ελεγκτή και ελεγχόμενου. Η σύνθεση της συγκεκριμένης Επιτροπής δεν έχει ως στόχο την αντιπροσωπευτικότητα αλλά την συμμετοχή προσώπων που διαθέτουν εχέγγυα αμεροληψίας και αντικειμενικότητας. Η διατύπωση του αναθεωρητικού νομοθέτη το 2001, η οποία έχει ως εξής : “[…] που συγκροτείται και με τη συμμετοχή ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, όπως νόμος ορίζει” φαίνεται να αποκλείει την περίπτωση αλλαγής της σύνθεσης, και της στελέχωσής της αμιγώς με δικαστικούς λειτουργούς, καθότι βούληση του συνταγματικού νομοθέτη υπήρξε η διεύρυνση της σύνθεσης με ανώτατους δικαστές και όχι η πρωτοκαθεδρία αυτών. Συνεπώς, η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν δύναται να μεταβληθεί νομοθετικά, τουλάχιστον ως προς την πλειοψηφία των μελών. Συνταγματικά επιβεβλημένη είναι είτε η απαλοιφή του, ώστε ο κοινός νομοθέτης να εξειδικεύσει ειδικότερα από ποιους θα απαρτίζεται η Επιτροπή είτε ο συνταγματικός καθορισμός των μελών. Συγκεκριμένα, η συμμετοχή αποκλειστικώς του Προέδρου της Βουλής (ως Προέδρου)[88], και όχι των εκπροσώπων – βουλευτών των κομμάτων,  οργάνου που συγκεντρώνει τα εχέγγυα αμεροληψίας και ουδετερότητας, ως τρίτος τη τάξει πολιτειακός θεσμός, διασφαλίζει τη συμμετοχή της νομοθετικής λειτουργίας στον έλεγχο των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων δίχως να εμφανίζεται το φαινόμενο της κομματικής αλληλεγγύης που παρατηρήθηκε ήδη από την 1η γενιά των κανόνων του δικαίου των πολιτικών κομμάτων. Οι λοιπές θέσεις δύναται να καταλαμβάνονται από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς κατά τα πρότυπα της υφιστάμενης ρύθμισης, τον Πρόεδρο της ειδικής μόνιμης επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ενώ θέση μέλους μπορεί να κατέχουν καθηγητές του Συνταγματικού Δικαίου ή οικονομικώνεπιστημών , που θα προτείνονται από την Διάσκεψη των Προέδρων,ώστε η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου να είναι 9μελής με ορισμένη θητεία.

ΙV. B. Προτάσεις de lege ferenda

   Σε νομοθετικό επίπεδο, κρίνεται αναγκαία η επίτευξη μίας ισόρροπης και λελογισμένης σχέσης μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής χρηματοδότησης. Σε ό, τι αφορά την κρατική χρηματοδότηση πρέπει να συνδεθεί ρητά με τις πραγματικές δαπάνες των κομμάτων[89]. Με τον τρόπο αυτό, η κρατική χρηματοδότηση εναρμονίζεται με τη συνταγματική διάταξη, η οποία αναφέρεται “στην οικονομική τους ενίσχυση από το Κράτος για τις εκλογικές και λειτουργικές τους δαπάνες”. Το ύψος, δηλαδή, της κρατικής χρηματοδότησης δεν θα προσδιορίζεται επί ποσοστού του κρατικού προϋπολογισμού, αλλά με βάση πραγματοποιούμενες δαπάνες.

   Στο ίδιο αποτέλεσμα, της εύλογης, δηλαδή, μείωσής της, κατατείνει και η αλληλεξάρτηση μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής χρηματοδότησης[90] κατά το γερμανικό πρότυπο. Για παράδειγμα, έχει προταθεί[91] το ύψος της κρατικής χρηματοδότησης να μην υπερβαίνει ετησίως το διπλάσιο των εσόδων του κόμματος από πηγές ιδιωτικής προέλευσης. Στην περίπτωση αυτή κρίνεται αναγκαία η παροχή κινήτρων που θα διευκολύνουν την ιδιωτική χρηματοδότηση των κομμάτων όπως η θέσπιση φοροαπαλλαγών[92] ή πρόβλεψης ειδικής φορολογικής μεταχείρισης των δωρητών και χρηματοδοτών.

  Προσέτι, η διαφοροποίηση του τρόπου κατανομής της τακτικής από την εκλογική χρηματοδότηση είναι συνεπέστερη δογματικά λόγω του ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι διακριτός. Ως προς την πρώτη δεν διαπιστώνεται η ανάγκη αλλαγών παρά μόνο στα ποσοστά κατανομής της, όπου τα κόμματα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μετέχουν και στις τρεις κατανομές, με αποτέλεσμα να δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την εμφάνιση φαινομένων καρτελοποίησης[93] των κομμάτων.

   Σημαντικότερη εμφανίζεται ωστόσο, η προεκλογική χρηματοδότηση είτε άμεση είτε με τη μορφή διευκολύνσεων, όπως η ραδιοτηλεοπτική προβολή. Καθόσον συνδέεται άμεσα με την ελεύθερη και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής βούλησης, η προεκλογική χρηματοδότηση δέον να διαρθρώνεται κυρίως στη βάση των αρχών των ίσων ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων, του πολυκομματισμού και του ελεύθερου πολιτικού ανταγωνισμού. Στην κατεύθυνση αυτή, στρέφονταν οι ιδιαίτερα καινοτόμες νομοθετικές προτάσεις που συμπεριελήφθησαν στο σχέδιο νόμου του 2011[94]. Ειδικότερα, προτάθηκε η δυνατότητα προκαταβολής της εκλογικής χρηματοδότησης και σε νεοπαγή κόμματα, καθώς και η μεταβολή του τρόπου κατανομής της, η οποία ελάμβανε υπόψη τον επίκαιρο πολιτικό χρόνο, όπως εκφραζόταν με την νωπή λαϊκή ετυμηγορία, και όχι τον παρελθόντα που επεδείκνυε ιδιαίτερη εύνοια σε ήδη υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς, παραδοσιακά και μεγάλα κόμματα. Συμφυής με τα παραπάνω είναι και η πρόταση για εξαγορά ραδιοτηλεοπτικού χρόνου από πολιτικά κόμματα είτε νεοσυσταθέντα είτε που ο χρόνος που τους διατίθεται δεν είναι επαρκής για την προβολή των πολιτικών τους θέσεων.

   Εξίσου επιτακτική είναι η ριζική αλλαγή των κανόνων που αφορούν την ιδιωτική χρηματοδότηση, η οποία προκειμένου να μην οδηγήσει σε αθέμιτες εξαρτήσεις προαπαιτεί την εμβάθυνση της διαφάνειας και της δημοσιότητας των οικονομικών των κομμάτων, καθώς και την ύπαρξη ισχυρών ελεγκτικών μηχανισμών. Θεσμικό υπόστρωμα, της ως άνω πρότασης, δύναται να αποτελέσει ο προσφάτως ψηφισθείς νόμος για το lobbying[95]. Η επιλογή των ν.π.ι.δ να χρηματοδοτήσουν ένα πολιτικό κόμμα ή υποψήφιο δεν αποτελεί απλά έκφανση της συμμετοχής τους στην πολιτική ζωή της χώρας, αλλά συνιστά αυτονοήτως μορφή άσκησης επιρροής. Η πρόβλεψη για την δημιουργία μητρώου στο πλαίσιο λειτουργίας της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας μπορεί να διασυνδεθεί με τη δημιουργία αντίστοιχου μητρώου δωρητών και χρηματοδοτών πολιτικών κομμάτων, που θα τηρούν από κοινού η ΕΑΔ και η Επιτροπή Ελέγχου.

   Τέλος, το πολιτικό χρήμα διοχετεύται και σε πρόσωπα, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αυστηροποίηση του ελέγχου του πόθεν έσχες[96], ιδίως των βουλευτών, και εν γένει του πολιτικού προσωπικού. Οι δεσμεύσεις δημοσιότητας δεν είναι χρονικά επαρκείς[97], με την ισχύουσα ρύθμιση, κατά το ότι η δωροληψία ή άλλη αθέμιτη πράξη συνδιαλλαγής δύναται να λάβει χώρα ετεροχρονισμένα όταν το ελεγχόμενο πρόσωπο δεν θα υπόκειται στις ίδιες υποχρεώσεις δημοσιότητας.

V. Επίμετρο

   Η χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων θα παραμένει διαρκώς επίκαιρη όσο δεν μειώνεται το έλλειμμα εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας μερίδας του πολιτικού προσωπικού . Οι δύο αυτές διακυβεύσεις συνδέονται με την ολική αναδιάρθρωση του θεσμού της οικονομικής ενίσχυσης των κομμάτων, διότι τα πολιτικά κόμματα αποτελούν βασική συνιστώσα του σύγχρονου αντιπροσωπευτικού και  κοινοβουλευτικού συστήματος. Η επαγγελματικοποίηση της πολιτικής[98], η μετατροπή των κομμάτων από άμεσους ή έμμεσους διαμορφωτές της κρατικής βούλησης σε κόμματα – επιχειρήσεις[99] νομείς του πολιτικού χρήματος, η προϊούσα εμφάνιση μεταδημοκρατικών πρακτικών[100] αποτελούν υπαρξιακές απειλές για την ποιότητα της δημοκρατίας και επιβεβαιώνουν ότι “τα σημερινά κόμματα είναι, κυρίως, μηχανή εξουσίας”[101].

   * O Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ “Δημοσίου Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης” του τμήματος Νομικής ΔΠΘ

 



[1] Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 5η έκδοση, εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σελ. 402, όπου παραθέτει τον ορισμό του Edmund Burke σύμφωνα με τον οποίο τα κόμματα αποτελούν “ομάδα ανθρώπων ενωμένων προκειμένου να προαγάγουν διά των κοινών προσπαθειών τους το εθνικό συμφέρον βάσει ιδιαίτερης αρχής επί της οποίας είναι σύμφωνοι”.

[2] K. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 402 – 403 και τις εκεί παραπομπές και Α. Δερβιτσιώτης, Η ελευθερία ενώσεως, σε: Σπ. Βλαχόπουλος, Θεμελιώδη Δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 452.

[3] K. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 403 και τις εκεί παραπομπές και Α. Δερβιτσιώτης, Η ελευθερία ενώσεως, όπ. π., σελ. 452.

[4] Α. Δερβιτσιώτης, Η ελευθερία ενώσεως, όπ. π., σελ. 451 – 453.

[5] Για την ανάλυση της ενδιάμεσης βούλησης των corps intermédiaires βλ. P. Rosanvallon, Histoire modern et contemporaine du politique,  les corps intermédiaires dans la démocratie, παραδόσεις μαθημάτων διαθέσιμες σε: college-de-france.fr/site/pierre-rosanvallon/course-2001-2002.htm.

[6] Α. Δερβιτσιώτης, Η ελευθερία ενώσεως, όπ. π., σελ. 452, όπου αναφέρεται στον νόμο Loi de Chapelier.

[7] K. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 403.

[8] Γ. Παπαδημητρίου, Δίκαιο των πολιτικών κομμάτων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 26.

[9] Σπ. Τρικούπης, Η ιστορία της ελληνικής επανάστασης, Τόμος Β’, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 1996, σελ. 133, όπου περιγράφοντας τις διαδικασίες της Α’ Εθνοσυνέλευσης κάνει λόγο για κόμμα των πολιτικών και κόμμα των στρατιωτικών. Βλ. Επίσης και Γ. Μαυρογορδάτος, Ποια Ελλάδα ήθελαν τα πρώτα κόμματα;, σε εφημερίδα “Καθημερινή”, 13.6.2021 και διαθέσιμη σε: https://www.kathimerini.gr/opinion/561397288/poia-ellada-ithelan-ta-prota-kommata/, όπου αναφέρεται η δράση των πρώτων ελληνικών κομμάτων “ρωσικού”, “αγγλικού” και “γαλλικού”.

[10] Βλ. άρθρο 55 Συντ. 1927: “[…] Η Βουλή συνιστά εις την αρχήν εκάστης Συνόδου ειδικάς επιτροπάς εκ μελών αυτής, κατ’ αναλογίαν των κομμάτων […] Η Βουλή δικαιούται, επί τη αιτήσει δε του ενός τρίτου του όλου αριθμού των μελών αυτής υποχρεούται, να διορίζει εξεταστικάς των πραγμάτων επιτροπάς συντεθειμένας κατ’ αναλογίαν της δυνάμεως των κομμάτων”, όπως περιλαμβάνεται σε: Κ. Μαυριά – Α. Παντελή, Συνταγματικά κείμενα ελληνικά και ξένα, 3η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 152.

[11] Ν. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 – 2010, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2011, σελ. 2013.

[12] Βλ. Α. Δερβιτσιώτης, Α. Δερβιτσιώτης, Η ελευθερία ενώσεως, όπ. π., σελ. 452..

[13] Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β’, Οργάνωση και λειτουργίας της Πολιτείας, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ. 113 επ., αλλά και Σπ. Βλαχόπουλος – Ευ. Χατζηβασιλείου, Διλήμματα της ελληνικής συνταγματικής ιστορίας, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2018, σελ. 303 επ. και το οικείο κεφάλαιο για το ν.δ. 59/1974 περί συστάσεως και επαναλειτουργίας των πολιτικών κομμάτων.

[14] Γ. Γεραπετρίτης, Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, σε: Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 2/2013, σελ. 270 – 281 και ιδίως σελ. 272.

[15] Ibid.

[16] K. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 404 και τις εκεί παραπομπές υπ. αριθμ. 479 – 481.

[17] Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, όπ. π., σελ. 119 – 121όπου αναλύεται η αρχή του “πολυκομματικού κράτους”.

[18] Για την έννοια της ισότητας των ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων στην γερμανική έννομη τάξη βλ. Β. Δ. Γκίκα, Η συνταγματική αρχή της ισότητας ευκαιριών των πολιτικών κομμάτων στο γερμανικό και ελληνικό δίκαιο, σε: Το Σύνταγμα 1/1994, σελ. 69 επ.

[19] Για το πολιτικό σύστημα την εποχή της Βαϊμάρης βλ. Η. Winkler, Βαϊμάρη: η ανάπηρη δημοκρατία 1918 – 1933, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2013.

[20] Κ. Μαυριά – Α. Παντελή, Συνταγματικά κείμενα ελληνικά και ξένα, όπ. π., σελ. 626.

[21] Δ. Τσάτσος, Σύνταγμα και χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, σε: Τιμητικός Τόμος υπέρ Ηλ. Κυριακόπουλου, Τόμος Α’, επιστημονική επετηρίδα του ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη, 1966, σελ. 388 – 408, και κυρίως σελ. 396 όπου παρατίθεται η BvE 1/65 με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η άμεση κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων για το σύνολο των δραστηριοτήτων τους.

[22] Βλ. Decisions of the Federal Constitutional Court, Entscheidungen des Bundesverfassungsgerichts – BVerfGE 85, 264 ff., διαθέσιμη σε: https://www.bundesverfassungsgericht.de/SharedDocs/Pressemitteilungen/EN/2020/bvg20-102.html

[23] Βλ. https://www.gesetze-im-internet.de/partg/.

[24] Δ. Τσάτσος, Σύνταγμα και χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, όπ.π., σελ. 398 και την εκεί παραπομπή υπ. αριθμ. 53.

[25] Δ. Τσάτσος, Σύνταγμα και χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, όπ. π., σελ. 394 και ιδίως την εκεί παραπομπή υπ. αριθμ. 35.

[26] Michael Koß, The Politics of Party Funding, State Funding to Political Parties and Party Competition in Western Europe, Oxford, p. 93, διαθέσιμο και σε: https://www.researchgate.net/publication/254394446_The_Politics_of_Party_Funding_State_Funding_to_Political_Parties_and_Party_Competition_in_Western_Europe_-_By_Michael_Koss

[27] Για την έννοια της κυβερνησιμότητας στις αποφάσεις του ΓΟΣΔ βλ.  Bundesverfassungsgericht 2 BvC 4/10, 6/10, 8/10 και τον σχολιασμό του Γ. Α. Μούκα σε: ΤοΣ 4/2011, σελ. 1118 – 1150.

[28] Βλ. ά. 18 του Parteiengesetz σε: https://www.gesetze-im-internet.de/partg/__18.html.

[29] Arne Krumbholz, Finanzierung und Rechnungslegung der politischen Parteien und deren Umfeld, 2010, σελ. 74 – 75.

[30] Arne Krumbholz, όπ. π., σελ. 375.

[31] Βλ. ά. 21 του Parteiengesetz σε: https://www.gesetze-im-internet.de/partg/__21.html.

[32] Βλ. όπ. π., υποσημείωση 6.

[33] N. Tolini, Le financement des partis politiques, 1ère éd. Broché, 2007.

[34] Βλ. Loi n° 88-227 du 11 mars 1988 relative à la transparence financière de la vie politique, διαθέσιμος σε: https://www.legifrance.gouv.fr/loda/id/JORFTEXT000000321646

[35] Βλ. https://www.constituteproject.org/constitution/France_2008.pdf?lang=en

[36] Διαθέσιμη σε: https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/1990/89271DC.htm καθώς και την σπουδαιότητά της για την γαλλική έννομη τάξη, η οποία περιλαμβάνεται σε: Eric Montigny - Katryne Villeneuve-Siconnelly, Le nancement des partis politiques

Une revue de la literature, université Laval, 2018 διαθέσιμο και σε: https://www.researchgate.net/publication/343084239_Le_financement_des_partis_politiques_une_revue_de_la_litterature

[37] Βλ. Την σχετική ανάλυση στην σελίδα της γαλλικής Γερουσίας: Senat, Le financement de la vie politique, διαθέσιμη σε: https://www.senat.fr/role/fiche/financ_vie_pol.html#c629111

[38] Βλ. Την απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου: Décision n° 89-271 du 11 janvier 1990, διαθέσιμη σε: https://www.conseil-constitutionnel.fr/decision/1990/89271DC.htm

[39] Γ. Γεραπετρίτης, Χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, όπ. π., σελ. 280 και την εκεί παραπομπή υπ. αριθμ. 8.

[40]  N. Tolini, Le financement des partis politiques, όπ. π., σελ. 268.

[41] Βλ. Άρθρο 11 παρ. 4 του Loi n° 88-227 du 11 mars 1988 relative à la transparence financière de la vie politique, διαθέσιμος σε: https://www.legifrance.gouv.fr/loda/id/JORFTEXT000000321646/

[42] Πρόκειται για την Εθνική Επιτροπή για τους Λογαριασμούς των Εκλογών και τις Πολιτικές Χρηματοδοτήσεις, η οποία θεσπίστηκε με τον Loi n° 90-55 du 15 janvier 1990 relative à la limitation des dépenses électorales et à la clarification du financement des activités politiques και αρχικά θεωρούνταν από το νόμο συλλογικό όργανο.

[43] N. Tolini, Le financement des partis politiques, όπ. π., σελ. 303 – 309.

[44]  M. Schmidt, Θεωρίες της Δημοκρατίας, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2004, σελ. 142 – 144, όπου γίνεται λόγος για την έννοια της δημοκρατίας στο έργο του Α. Τοκβίλ.

[45] Βλ. https://www.britannica.com/topic/Federal-Election-Campaign-Act

[46] Βλ. J. Seigenthaler, The first Amendment encyclopedia, σε: https://mtsu.edu/first-amendment/article/1078/federal-election-campaign-act-of-1971 και για την ελευθερία της έκφρασης στις ΗΠΑ βλ. επίσης Στ. Τσακυράκη, Η ελευθερία του λόγου στις ΗΠΑ, επιμέλεια σειράς: Γ. Κασιμάτης, κείμενα: Σταύρος Τσακυράκης, Εκδόσεις Π. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα 1997, Κ. Μαυριά, Η ελευθερία του πολιτικού λόγου κατά το σύνταγμα των Η.Π.Α. : συμβολή στη μελέτη των ατομικών ελευθεριών, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα, 1978.

[47] Με την απόφαση United States v. CIO που υπήρξε η πρώτη σχετικά με την δέσμη αποφάσεων για τον διαχωρισμό περιουσίας και τον πολιτικό λόγο των νομικών προσώπων, διαθέσιμη σε: https://supreme.justia.com/cases/federal/us/335/106/#:~:text=CIO%2C%20335%20U.S.%20106%20%281948%29%20United%20States%20v.,for%20violations%20of%20%C2%A7%20313%20of%20the%20Corrupt

[48] Ibid.

[49] Όπως παρατίθεται αναλυτικά από το Κογκρέσο: https://www.congress.gov/bill/107th-congress/house-bill/2356

[50] Γ. Γεραπετρίτης, Ο πολιτικός λόγος των επιχειρήσεων: Σκέψεις με αφορμή την απόφαση Citizens United v. Federal Election Commission του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, Εφαρμογές ΔΔ 2/2010, σελ. 798 επ.

[51] Ibid.

[52] Βλ. Buckley v. Valeo 1976 διαθέσιμη σε: https://www.britannica.com/event/Buckley-v-Valeo#ref1201779 και McConnell v. FEC 2003 διαθέσιμη σε: https://www.fec.gov/legal-resources/court-cases/mcconnell-v-fec/

[53] Για την αναφορά που συνέταξε η Γερουσία για την συγκεκριμένη υπόθεση βλ. Dr Emma L Briant, Evidence for the US Senate Judiciary Committee on Cambridge Analytica and SCL Group, διαθέσιμη σε: https://www.judiciary.senate.gov/imo/media/doc/Professor%20Emma%20L.%20Briant%20Report%20on%20Cambrige%20Analytica.pdf

[54] Θ. Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 191.

[55] Βλ. Ολομ. ΣτΕ 1862/1985, 993/1989 και 1116/1990 (επταμ. σύνθεση), καθώς και η 2284/1994.

[56] Θ. Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, όπ. π., σελ. 191 επ.

[57] Ευ. Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, 2η έκδοση, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2008, σελ. 455 επ.

[58] Θ. Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, όπ. π., σελ. 290, ο οποίος αναφέρεται στην “νομολογιακή σταθερότητα” του ΣτΕ.

[59] Βλ. Άρθρο 2 παρ. 2 ν. 3023/2003.

[60] Όπως παρατίθεται στις σκέψεις της ΣτΕ Ολομ. 3869/2011.

[61]  Δ. Τσάτσος, Σύνταγμα και χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, όπ.π., σελ. 398.

[62] Βλ. την γερμανική νομολογία, που αντιμετώπισε το πρόβλημα του ορίου 5% για την είσοδο κάποιου κόμματος στις κατανομές των εδρών και ιδίως Γ. Θεοδόσης, Η απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 1990 του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας για τον εκλογικό νόμο και η νομολογία του Δικαστηρίου περί συνταγματικότητας της αποκλειστικής ρήτρας του 5%, σε ΝοΒ, 1990, σελ. 301 επ.

[63] Σ. Κοφίνης, σημείωμα στην ΣτΕ Ολομ. 3427/2010, Ραδιοτηλεοπτική προβολή νεοπαγών κομμάτων κατά την προεκλογική περίοδο, σε: https://www.constitutionalism.gr/1796-radiotileoptiki-proboli-neopagwn-kommatwn-kata-tin/

[64] Ibid.

[65] Βλ. Την εξαιρετική δημοσιογραφική έρευνα του Β. Πανάγου, Κόμματα και social media,   για τις δαπάνες των κομμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σε: https://www.athensvoice.gr/politics/565469_kommata-kai-social-media-xero-posa-xodepses-stis-ekloges

[66] Βλ. Conseil d’ Etat mars 22 199, σε:  https://www.rajf.org/spip.php?article224

[67] Α. Δερβιτσιώτης, Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων λόγος αυτοδίκαιης έκπτωσης από το βουλευτικό αξίωμα, σε Επιθεώρηση Δημοσίου και Διοικητικού Δικαίου 4/2013, σελ. 849 – 855 και ιδίως σελ. 850 – 851.

[68] Για το κοινοβουλευτικό και πολιτικό χρονικό της υπόθεσης βλ.  Θ. Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, όπ. π., σελ. 301 επ. καθώς και το άρθρο 4 του ν. 927/1979 που προστέθηκε με τον ν. 4285/2014.

[69] Για τα ζητήματα που άπτονται της φύσης των κομμάτων βλ. . Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, όπ. π., σελ. 111 επ.

[70] N. Tolini, Le financement des partis politiques, όπ. π., σελ. 432.

[71] Χ. Ανθόπουλος, Πολιτικά κόμματα και Δημοκρατία, στοιχεία για μια επανερμηνεία του ά. 29 παρ. 1 Συντ, σε ΕφημΔΔ 2/2015, σελ. 157 – 172.

[72] Σχολιασμένη σε: Θ. Ξηρός, Η αναστολή στην καταβολή της κρατικής χρηματοδότησης σε δικαιούχο πολιτικό κόμμα ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η δεύτερη και τελευταία (;) δοκιμασία του άρθρου 7Α του ν. 3023/2002 στην απόφαση 518/2015 της Ολομέλειας, σε ΕφημΔΔ 5/2015, σελ. 626 – 638.

[73] Α. Μανιτάκης, Οι θεσμικές παρενέργειες της υπόθεσης «Βασικός Μέτοχος»: Η εκνόμευση του συντάγματος και η παραγνώριση των άδηλων τροποποιήσεων του συντάγματος μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών, σε: https://www.constitutionalism.gr/manitakis-vasikos-metohos/

[74] Χ. Ανθόπουλος, Άρθρο 29, σε συλλογικό Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία Φ. Σπυρόπουλος - Ξ. ΚοντιάδηςΧ.- Ανθόπουλος - Γ. Γεραπετρίτης, εκδόσεις Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα, 2017, σελ. 790 όπου αναφέρει: “Ο ισχύων ν. 4304/2014 περιόρισε την απαγόρευση αυτή μόνο στα νομικά πρόσωπα που δεν έχουν την έδρα τους στην Ελληνική Επικράτεια (άρθ. 5 § 6α του ν. 4304/2014). Εξάλλου, το ανώτερο επιτρεπτό όριο της χρηματοδότησης πολιτικού κόμματος από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό (20.000 ευρώ) (βλ. άρθ. 8 § 1 του ν. 4304/2014), έτσι ώστε να μην υπάρχει, τουλάχιστον στο επίπεδο αυτό, ο κίνδυνος εξάρτησης των πολιτικών κομμάτων από ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα.”.

[75] Μέχρι και τον ν. 4304/2014 η χρηματοδότηση των κομμάτων από νομικά πρόσωπα αποτελούσε απαγορευμένη μορφή οικονομικής ενίσχυσης.

[76] Δ. Τσάτσος, Η μεγάλη παρακμή, συγκυριογραφία για θέματα αναξιοπιστίας της πολιτείας και της πολιτικής, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2006, σελ. 182 επ.

[77] Βλ. Άρθρο 45 παρ. 4 ν. 4071/2012.

[78] Βλ. Άρθρο 78 ν. 4146/2013.

[79]  Βλ. το πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 7 του ν. 3023/2002, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4304/2014 και με την παρ. 5 του άρθρου 39 του ν.4472/2017, και ισχύει ως εξής: «Απαγορεύεται η χορήγηση δανείων από τις τράπεζες προς τους δικαιούχους κρατικής χρηματοδότησης της περίπτωσης β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1, εφόσον, προς εξασφάλιση των δανείων αυτών, εκχωρείται ή ενεχυριάζεται είτε η κρατική χρηματοδότηση που αφορά σε οικονομικό έτος μεταγενέστερο του έτους χορήγησης του δανείου είτε ποσοστό της κρατικής χρηματοδότησης που υπερβαίνει το 50% της ετήσιας χρηματοδότησης του δικαιούχου.».

[80] Βλ. Την πρόταση αναθεώρησης του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας τον Δεκέμβριο του 2014 και ιδίως την αιτιολογική έκθεση επί του άρθρου 29 παρ. 2, διαθέσιμη σε: https://www.constitutionalism.gr/anatheorisi-politika-kommata/

[81] Βλ. Ενδεικτικά: Κώστας Χρυσόγονος, Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, Γιώργος Καραβοκύρης, Από την κομματοκρατία στη δημοκρατία των κομμάτων, Καθημερινή, 3/7/2016 , διαθέσιμα σε: https://www.constitutionalism.gr/anatheorisi-politika-kommata/

[82] Βλ. Κώστας Χρυσόγονος,  Δώδεκα σκέψεις για μια άλλη αναθεώρηση, όπ. π..

[83] Βλ. Παραπομπή υπ. αριθμ. 90, αλλά και την συζήτηση στην 4η Αναθεώρηση του Συντάγματος (2008) σε: Θ. Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, όπ. π., σελ. 61 επ.

[84] Ibid.

[85] Βλ. Την πρόταση του πρ. Υπ. Εσωτερικών της Κυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ: https://www.ypes.gr/omilia-ypoyrgoy-esoterikon-apokentrosis-kai-ilektronikis-diakyvernisis-k-g-ragkoysi-se-ekdilosi-toy-opek-me-titlo-anazitontas-tis-kateythynseis-gia-ena-neo-eklogiko-systima-2/

[87] Ν. Μηλιώνης, Σκέψεις για τον έλεγχο της κρατικής χρηματοδότησης των πολιτικών κομμάτων από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ΤοΣ 3/1997, σελ. 570 επ.

[88] Βάσει του ισχύοντος άρθρου 21 παρ. 2 ν. 3023/2002 προεδρεύει ο οριζόμενος από το Προεδρείο της Βουλής Αντιπρόεδρός της .

[89] Κ. Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, 2η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014, σελ. 274 επ.

[90] Γιώργος Καραβοκύρης, Από την κομματοκρατία στη δημοκρατία των κομμάτων, Καθημερινή, 3/7/2016 .

[91] Βλ. Παραπομπή υπ. αριθμ. 100.

[93] Ο όρος πρωτοδιατυπώθηκε από τους Richard S. Katz – Peter Mair, Changing Models of Party Organization and Party Democracy: The Emergence of the Cartel Party, 1995, σελ. 5 – 28.

[94] Θ. Ξηρός, Η ίδρυση, η συμμετοχή στις εκλογές και τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων στο Σύνταγμα, στη νομοθεσία και την νομολογία, όπ. π., σελ. 281 επ.

[95] Πρόκειται για τον ν. 4829/2021 (Α’ 166) που τιτλοφορείται ως: Ενίσχυση διαφάνειας και λογοδοσίας σε θεσμικούς φορείς της Πολιτείας, αποκατάσταση της ακεραιότητας του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας και λοιπές διατάξεις”, διαθέσιμος σε: https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Anazitisi-Nomothetikou-Ergou?law_id=99af96f7-46a3-42d5-81b1-ad94013dbafd

[96] ν. 3213/2003 (Α’ 309).

[97] Βλ. δεύτερο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 “Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α΄ έως και ε΄ και ιβ΄ της παραγράφου 1 η δήλωση υποβάλλεται για τρία (3) έτη μετά από την απώλεια της ιδιότητας ή τη λήξη της θητείας.”

[98] Για την εισαγωγή της έννοιας βλ. M. Weber, Η πολιτική ως επάγγελμα, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση.

[99] M. Schmidt, Θεωρίες της Δημοκρατίας, όπ. π.,  σελ. 421.

[100] Για την έννοια και τις εκδηλώσεις της μεταδημοκρατίας βλ. C. Crouch, Μεταδημοκρατία, εκδ. Εκκρεμές, Αθήνα, 2006.

[101] Κατά την έκφραση του E. Berlinguer, σε συνέντευξη του στην La Repubblica, που παρατίθεται από τον Χ. Ανθόπουλο, Το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως κομματοκρατία, σε: ΕφημΔΔ 3/2007, σελ. 381 – 394 και ιδίως σελ. 381. Βλ. επίσης τον γνωστό αφορισμό του Ε. Ροΐδη για τα πολιτικά κόμματα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ασμοδαίος» στις 8 Ιουνίου 1875: “ομάς ανθρώπων ειδότων ν’ αναγινώσκωσι και ν’ ανορθογραφώσιν, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό ένα οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν’ αναβιβάσωσιν αυτόν διά παντός μέσου εις την έδραν πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι”

Δημοφιλείς Αναρτήσεις