Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Η νομική και κοινωνική αντιμετώπιση της πανδημίας, του Κωνσταντίνου Ρέμελη

 Η νομική και κοινωνική αντιμετώπιση της πανδημίας

Του Κωνσταντίνου Ρέμελη*


Το παρόν άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα “TO BHMA” (6.12.2020, ένθετο: Νέες Εποχές) και τον ιστότοπο www.tovima.gr

Στη σύγχρονη δημοκρατία δεν νοείται κατοχύρωση συνταγματικών δικαιωμάτων χωρίς την πρόβλεψη, κατά κανόνα, ανάλογων περιορισμών, καθ’ όσον το δικαίωμα ως νομικό μέγεθος δεν συνιστά απόλυτη ελευθερία και απαλλαγή από οιαδήποτε νομική δέσμευση. Χωρίς αμφιβολία η πανδημία θέτει το κράτος και τους πολίτες μπροστά σε μια πρωτόγνωρη και οδυνηρή πραγματικότητα, με έντονα χαρακτηριστικά ιδιότυπης κατάστασης πολιορκίας. Οι εκτενείς περιορισμοί στην άσκηση σημαντικών συνταγματικών δικαιωμάτων για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας δεν αποτελούν μόνο ελληνικό, αλλά παγκόσμιο φαινόμενο, που συνιστά μια αδιαμφισβήτητη πρόκληση για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Γίνεται γενικώς δεκτό ότι πρόκειται για συνταγματικά ανεκτές παρεκκλίσεις από την ομαλή λειτουργία του κράτους δικαίου, που συνιστούν κοινωνικό περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων. Ο περιορισμός αυτός απορρέει από την κοινωνική δέσμευση του ατόμου και την ανάγκη προστασίας του συμφέροντος του κοινωνικού συνόλου, εν όψει του ότι το άτομο δεν αποτελεί ένα αυτοτελές και αυτόνομο ον, αλλά ετερόνομο και «κοινωνικό». Με άλλα λόγια, το δίκαιο κλήθηκε να αντιμετωπίσει τη βίαιη εισβολή μιας νέας πραγματικότητας στην καθημερινότητα του ανθρώπου, με πολλά στοιχεία και χαρακτηριστικά δανεισμένα ακόμη και από αυτή την «υπερφυσική» κατάσταση που περιγράφει στη «Μεταμόρφωσή» του ο Κάφκα. Συνεπώς ο νομοθέτης, χωρίς να παραγνωρίζει ούτε την ατομικότητα ούτε την κοινωνικότητα των δικαιωμάτων, όφειλε να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση ως μια αιφνίδια και δυσμενή ανατροπή της κανονικότητας με σκοπό τη συντομότερη, κατά το δυνατόν, επάνοδο σε αυτή.

Αυτονόητο είναι ωστόσο ότι σε τέτοιες περιόδους δεν αρκούν οι περιορισμοί και οι απαγορεύσεις. Εξίσου επιτακτικά με την, κατά τα ανωτέρω, προστασία της «κοινότητας» ανακύπτει η υποχρέωση της πολιτείας να ενεργοποιήσει, κατά προτεραιότητα, την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Τούτο δε με σκοπό την ενεργητική παρέμβαση του κράτους στους όρους επιβίωσης των πολιτών, μέσω της αναγνώρισης και της ικανοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών δικαιωμάτων. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι σε περιόδους τέτοιων έντονων κρίσεων η ενεργοποίηση της αρχής αυτής, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα (άρθρο 25 παρ. 1), αποκτά έντονα στοιχεία δεσμευτικότητας προκειμένου να στηριχθούν και να ενισχυθούν οι πληττόμενοι από την πανδημία και να μην τεθεί σε κίνδυνο το βασικό στοιχείο μιας άλλης μορφής ομαλότητας και κανονικότητας: η κοινωνική συνοχή. Προσθέτως το κράτος οφείλει να ενεργοποιήσει άμεσα και μια άλλη αξίωση που μπορεί να έχει κατά το Σύνταγμα από όλους τους πολίτες: την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4).

Ένα πρώτο κρίσιμο ζήτημα που ανακύπτει είναι αναμφίβολα η ορθή προσαρμογή των περιορισμών στις ιδιοτυπίες τόσο της νέας κατάστασης, όσο και των κατ’ ιδίαν δικαιωμάτων. Εξίσου όμως κρίσιμο φαίνεται να είναι εν τέλει και το ζήτημα της κοινωνικής αποδοχής και υποδοχής των μέτρων.

Είναι προφανές ότι σε περιπτώσεις λήψης τέτοιων μέτρων ανατρέπεται η κλασική ισορροπία που ισχύει σε περιόδους κανονικότητας μεταξύ υποχρεώσεων και ελευθεριών, σε βάρος των τελευταίων. Σε περιόδους λοιπόν εφαρμογής τέτοιων ασυνήθων και έκτακτων επώδυνων μέτρων, όπου τα θεμελιώδη δικαιώματα τίθενται σε δοκιμασία, διαταράσσεται η ομαλότητα τον καθημερινού κοινωνικού βίου με αποτέλεσμα την εύλογη δαιμονοποίηση των σχετικών περιοριστικών ρυθμίσεων.

Γενική είναι η πεποίθηση ότι η πανδημία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί την αφορμή για την εφαρμογή ενός δικαίου της ανάγκης, που θα οδηγούσε στην αναστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων και εγγυήσεων που απορρέουν από το κράτος δικαίου και που ουδεμία συνάφεια έχουν με τους υφιστάμενους κινδύνους. Μολονότι, μεταπολιτευτικά τουλάχιστον, δεν μπορεί να γίνεται λόγος στη χώρα μας για τέτοιου είδους κίνδυνο, πολύ συχνά γίνονται αναφορές για τη δημιουργία ήδη αυταρχικού κράτους και για την πολύ σοβαρή πιθανότητα οι κρίσιμοι περιορισμοί να προσλάβουν μόνιμο και διαρκή χαρακτήρα. Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι σε κάθε περίπτωση τα μέλη του κοινωνικού συνόλου εθίζονται στο καθεστώς περιστολής της προσωπικής και συλλογικής αυτονομίας τους, οπότε κυοφορείται το ενδεχόμενο του «συνταγματικού μιθριδατισμού» και ο «πειρασμός της αυταρχίας».

Η πλέον παράδοξη όμως ρητορική έρχεται από πολιτικές και κοινωνικές ομάδες, καθώς και μεμονωμένους πολίτες, που αμφισβητούν είτε την ύπαρξη είτε την επικινδυνότητα της πανδημίας και τα σχετικά πορίσματα θεωρούνται ως αποκυήματα επιστημονικής φαντασίας και ως πρόσχημα επιβολής αυταρχικού κράτους. Πρόκειται καταφανώς για έναν λόγο με κυρίαρχα λαϊκιστικά χαρακτηριστικά, αλλά και με έντονη επιρροή στον τρόπο υποδοχής των μέτρων από τους πολίτες. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάζεται σε σημαντικό βαθμό η αποτελεσματικότητα των σχετικών μέτρων και να τίθενται σε προφανή και σοβαρό κίνδυνο η ζωή και η υγεία των πολιτών.

Ο σύγχρονος λαϊκισμός δεν απέχει πολύ από τη δημαγωγία, όπως την περιέγραφε ο Θουκυδίδης. Με πρόδηλα στοιχεία πολιτικού αναλφαβητισμού, υπερτονίζει συστηματικά ένα πολύ βασικό χαρακτηριστικό του. Με προφανή πρόθεση κολακείας του αποδέκτη, απευθύνεται δήθεν στα ποιοτικά ανώτερα, ανυπότακτα και αντισυστημικά άτομα, που καμία μορφή εξουσίας δεν μπορεί να παραπλανήσει, επειδή διαθέτουν όχι απλώς φυσιολογική, αλλά υπερέχουσα νοημοσύνη. Τα πάντα λειτουργούν συνθηματολογικά και συναισθηματικά, απευθύνονται στον ψυχισμό του αποδέκτη και μετατρέπονται πολύ εύκολα σε βιωματική πίστη, αφού δεν είναι απαραίτητα ούτε επιχειρήματα, ούτε αποδείξεις. Το πραγματικό αντικαθίσταται από το φανταστικό, το απίστευτο και ανέφικτο παραχωρούν υποχρεωτικά τη θέση τους στο εφικτό, με βάση μια αυτονόητη «επίγεια μεταφυσική». Η παθητική βεμπεριανή αρνησικοσμία στον λαϊκισμό εμφανίζεται στην ενεργητική της μορφή με σκοπό να καταγγείλει τα κακώς κείμενα στην πολιτεία και στην κοινωνία, δημιουργώντας σε πρώτη φάση αισθήματα οργής, και στη συνέχεια να υποσχεθεί λύσεις, που συνήθως στηρίζονται σε ψευδαισθήσεις. Ετσι, προβάλλεται μια «εναλλακτική αλήθεια» που δεν διστάζει όχι μόνο να τα βάλει με την επιστήμη, αλλά και να αμφισβητήσει ευθέως την αναγκαιότητά της, αφού σε κάθε περίπτωση θεωρείται πιστός υπηρέτης του συστήματος. Το σύγχρονο κράτος, παρά τις προφανείς αδυναμίες του, σπανίως προσλαμβάνεται στην ορατή του μορφή. Προτιμώμενη είναι η αναφορά στην αόρατη μορφή του, προκειμένου να παρομοιάζεται πάντοτε με κράτος του Hobbes (Λεβιάθαν), ως αυταρχικό και πανίσχυρο, με αποτέλεσμα ο πολίτης να αισθάνεται πάντοτε απέναντί του αδύναμος και ανελεύθερος. Η άποψη αυτή δεν ανατρέπεται ακόμη και αν το κράτος εμφανίζεται να λειτουργεί έστω και στοιχειωδώς ικανοποιητικά σε ορισμένες τουλάχιστον από τις αναγκαίες κοινωνικές λειτουργίες του (υγεία, παιδεία κ.λπ.).

Παρά την κακή εμπειρία που έχει η κοινωνία μας στα χρόνια της οικονομικής κρίσης από τη λειτουργία λαϊκιστικών πολιτικών, δύσκολα θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι ο λαϊκισμός συνιστά απειλή για τη δημοκρατία. Εξαιρετικά αμφίβολο είναι όμως το αν μπορεί να λεχθεί το ίδιο για την περίπτωση της πανδημίας, καθ’ όσον ο τρόπος υποδοχής των μέτρων από τους αρνητές της και η εμμονική άρνηση συμμόρφωσής τους προς αυτά συνεπάγονται, όπως δυστυχώς έχει αποδειχθεί, πολύ σοβαρούς κινδύνους για τη ζωή και την υγεία όχι μόνο των ίδιων, αλλά όλων μας.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Ρέμελης είναι Καθηγητής στη Νομική Σχολή του  Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς Αναρτήσεις